Κάποτε η κοπή της πίτας του Επιμελητηρίου και τα όσα ακούγονταν σε αυτή έβγαζαν είδηση, γίνονταν πρωτοσέλιδο στον τοπικό Τύπο. Φέτος δεν έγινε έτσι ή καλύτερα δεν έγινε ακριβώς έτσι. Έγινε πρωτοσέλιδο η μιζέρια, η απαξίωση, η
φτώχεια που ήταν διάχυτη στην φετινή διοργάνωση. Φτώχεια όχι κατ΄ ανάγκη οικονομική αλλά φτώχεια νοήματος. Οι επαγγελματίες δεν πήγαν στην κοπή της πίτας του Επιμελητηρίου, όπως δεν πήγαν και στις πρόσφατες εκλογές να ψηφίσουν, η απουσία είναι δηλωτική του ίδιου πράγματος, απουσία νοήματος. «Να πάω να κάνω τι; Τι θα αλλάξει;» είναι η ερώτηση που δίνεται ως απάντηση στο ερώτημα: «Γιατί δεν πήγες;»Η τοπική οικονομία κολυμπώντας μέσα στο οικονομικό τσουνάμι της κρίσης μετασχηματίζεται βίαια. Το να έχεις ένα μαγαζί στην οδό Ομόνοιας δεν είναι πλέον ικανό να σου εξασφαλίσει ένα σίγουρο εισόδημα, είτε επιχειρηματίας είσαι, είτε ιδιοκτήτες και περιμένεις το ενοίκιο. Το δημόσιο που με το σταθερό εισόδημα προς πρόσφερε προς τους δημοσίους υπαλλήλους και επαγγελματίες μέσω προμηθειών, έργων κ.λ.π. κατέρρευσε. Το δημοσιοϋπαλληλικό σώμα και οι μεγάλο μισθοί των πετρελαίων και της ΒΦΛ που στήριζαν την αγορά γης και την οικοδομή εξανεμίστηκαν και τώρα όλοι έντρομοι διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση, το σχέδιο Β για την περίπτωση της Καβάλας έχει μόνο μια φράση «ο σώζων εαυτό σωθήτω». Η οικονομία και η κοινωνία μετασχηματίζονται και όποιος βιώνει καθημερινά τα όσα συμβαίνουν στην αγορά οδηγείται στην τρέλα γιατί δεν μπορεί να ερμηνεύσει τα συμβάντα.
Λένε ότι τα καλά αλεξίπτωτα είναι αυτά που ανοίγουν όταν τα χρειάζεσαι, με αυτό σαν σκέψη άλλον αποδεικνύεται ότι το Επιμελητήριο Καβάλας δεν αποδεικνύεται ως καλό αλεξίπτωτο, αυτή είναι η διαπίστωση των ίδιων των ανθρώπων τη αγοράς και αυτό καταγράφεται με την αποχή τους.