Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

Η απόφαση




Την ώρα που η Σμύρνη είχε παραδοθεί στις φλόγες και από το λιμάνι της αναχωρούσε το τελευταίο πλοίο, λίγα χιλιόμετρα παρ’ έξω από την πόλη, σε μια αποθήκη γεωργικών προϊόντων, ήταν στοιβαγμένοι μερικές εκατοντάδες αιχμάλωτοι Έλληνες. Ήταν Αύγουστος, μέρες ζεστές από μόνες τους, μέσα στην αποθήκη ο συνωστισμός ήταν τόσο μεγάλος που δεν υπήρχε χώρος, ούτε  να κάτσει κάποιος κάτω, ούτε  έστω λίγο να κουνηθεί. Ζέστη, δίψα, πείνα, συνωστισμός και η πίεση για την φυσική ανάγκη δημιουργούσαν μια αποπνιχτική ατμόσφαιρα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες κάποιοι, οι πιο αδύνατοι, παρέδιδαν το πνεύμα τους, έχοντας νοιώσει τι σημαίνει μαρτυρικός θάνατος. Ανάμεσα στους αιχμάλωτους ήταν και ένας νέος 16 – 17 ετών, είχε συλληφθεί μαζί με τα αδέλφια και ξαδέλφια του. Μην μπορώντας να αντέξει αυτόν τον αργό και βασανιστικό θάνατο, έψαχνε τρόπο να φύγει. Δεν τον έβρισκε, γιατί απλά οι πόρτες δεν άνοιγα, ούτε για να βγάλουν έξω τους νεκρούς. Ο ένας αναγκαζόταν να τσαλαπατάει  τον άλλον για να μπορέσει να δημιουργήσει, έστω την ψευδαίσθηση, λίγου ζωτικού χώρου. Ο νέος της ιστορίας μας στην αγωνία του πάνω, είδε ότι υπήρχε μια ελπίδα λύτρωσης, διαπίστωσε ότι λίγο ψηλότερα υπήρχε ένας φεγγίτης, τον οποίο θα μπορούσε, αν τον βοηθούσαν οι υπόλοιποι, να τον φτάσει. Η παρέα του προσπάθησε να τον αποτρέψει από το εγχείρημα λέγοντας ότι όπου νάναι θα τους βγάλουν από εκείνη την φυλακή. Αυτός τίποτα, επέμενε. Με τα πολλά εκείνος επέμενε να φύγει, οπότε τον έπιασαν οι μεγαλύτεροι της παρέας και του είπαν ότι αν βγει από το φεγγίτη θα τον αντιληφθούν οι Τούρκοι φρουροί και θα τον πυροβολήσουν… Η απάντηση ήταν ότι αυτό ακριβώς ήθελε, ως λύτρωση από το μαρτύριο γιατί δεν άντεχε άλλο αυτόν τον αργό και βασανιστικό θάνατο…



Τελικά κατάφερε με λίγη βοήθεια και σκαρφάλωσε, έφτασε στον φεγγίτη τον άνοιξε και πήδηξε έξω. Αντί για σφαίρες συνάντησε ένα βαθύ σκοτάδι, μετ’ από λίγο διαπίστωσε ότι ήταν μέσα σε μια δεύτερη αποθήκη, άδεια και μάλιστα υπήρχαν ακόμη 2 – 3 άτομα που είχαν την ίδια σκέψη με αυτόν. Σε λίγα λεπτά άνοιξαν οι πόρτες της πρώτης αποθήκης και όλοι οι αιχμάλωτοι βγήκαν και σε σειρά ξεκίνησαν μια πορεία, μακρά, προς τα βάθη της Μικράς Ασίας. Κανένας από αυτούς δεν γύρισε, κανείς δεν έμαθε για την τύχη τους. Όσοι ήταν στην διπλανή αποθήκη, περίμεναν να νυχτώσει και μετά από πολλές ταλαιπωρίες γύρισαν μετά από μήνες στην Ελλάδα και βρέθηκαν ξανά με τους εναπομείναντες συγγενείς τους…. Ο νέος της ιστορίας μας πέθανε τελικά μετά από επτά δεκαετίες περίπου…. Τον είχε γλυτώσει η επιθυμία του για ένα γρήγορο θάνατο…

Η παραπάνω ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή. Δεν την αναφέρουμε, γιατί θέλουμε να υποθάλψουμε το ιστορικό μίσος Ελλήνων και Τούρκων - μην μας κατηγορήσουν αδίκως - αλλά γιατί νοιώθουμε ότι η σκηνή με τους στοιβαγμένους αιχμαλώτους στην αποθήκη παρομοιάζει με την κατάσταση που έχει αρχίσει να διαμορφώνεται στην Ελλάδα από το μνημόνιο και μετά και η οποία πιστεύουμε ότι θα ενταθεί στο μέλλον, με αυτή την πολιτική. Θα «χαιρόμαστε» για κάθε έναν που θα «φεύγει από τη μέση» γιατί θα νοιώθουμε ότι αυτό αυξάνει το ζωτικό χώρο των υπολοίπων, θα παλεύουμε να πατήσουμε το διπλανό μας, να τον εξοντώσουμε για να μπορέσουμε να ζήσουμε. Μάταια όμως γιατί για όλους μας, όσοι είμαστε μέσα στο μαντρί, η τύχη είναι προδιαγεγραμμένη. Στον αγώνα για την επιβίωση κανείς δεν θα έχει το χρόνο να ασχοληθεί με τους δεσμοφύλακες, οι οποίοι στην περίπτωσή μας θα είναι οι πολιτικοί, όλοι αυτοί που βρήκαν μας οδήγησαν στην χρεωκοπία και τώρα βρήκαν νέο ρόλο ως τοποτηρητές των συμφερόντων των  δανειστών μας. Η Ελλάδα αλλάζει, αλλάζει προς το χειρότερο… Η λέξη που εκφράζει αυτό που ζούμε είναι αγανάκτηση, μόνο που δεν είναι αρκετή για να μας γλυτώσει από τα δεσμά. Χρειάζεται και κάτι ακόμη, και αυτό είναι η απόφαση!