Περπατάς στην αγορά και βλέπεις μέρα με τη μέρα πως αλλάζει, η παραδοσιακή της εικόνα, απαλλοτριώνεται και στη θέση της εγκαθίστανται μια «Ντίσνεϋλαντ» διαχείρισης του νεκρού χρόνου. Τα παραδοσιακά καταστήματα, εμπορικού ή μικροβιοτεχνικού χαρακτήρα χάνονται και μαζί ο κόσμος που τα συντηρούσε, για να αντικατασταθούν από νέες επιχειρήσεις, τα «ανθρωποστάσια», τα λεγόμενα και καφέ – μπάρ τα οποία έχουν τόση σχέση με το παραδοσιακό καφενείο όση μπορεί να έχει το χάμπουργκερ με τα σουβλιστό κατσίκι!!!
Χώροι ξένοι με την έννοια του καφενείου, καθώς η ένταση της μουσικής και εν γένει το περιβάλλον δεν προάγει το διάλογο και την ανταλλαγή απόψεων και ειδήσεων αλλά το «σκότωμα» του χρόνου. Επιτρέπουν στους θαμώνες τους να περνούν την ώρα τους χωρίς να κάνουν τίποτα, αντιστρέφοντας έτσι την σχέση χρόνου και αξίας. ‘Όχι όμως με την έννοια της βίωσης ενός χαλαρού άρα και παραγωγικού χρόνου, ο οποίος προάγει τον προβληματισμό και την αντίληψη των πραγμάτων αλλά με την έννοια του μηδενισμού ενός αβάσταχτου βάρους, ένεκα κενότητας.
Βήμα – βήμα η αγορά χάνει το πρόσωπό της, όλους αυτούς που μέσα από το επιτήδευμα που ασκούσαν είχαν να προσθέσουν στην υπεραξία του δημόσιου χώρου, ο κουρέας, ο χασάπης, ο βιβλιοπώλης, ο υφασματέμπορος κ.α. Όχι με την έννοια μόνο του επαγγέλματος αλλά και της μορφής, ο Κώστας, ο Νίκος, η Μαρία κ.λπ. Απρόσωπα καφέ, όπου τις περισσότερες φορές ο ιδιοκτήτες είναι ένα άγνωστο πρόσωπο, όπως άγνωστοι είναι σε τελική ανάλυση και οι θαμώνες μεταξύ τους, αφού μπορεί να περάσουν μια ζωή χωρίς να έχουν ανταλλάξει μια κουβέντα. Να συναντιόνται καθημερινά, να κοιτιόνται και να μην μιλάνε. Παράλληλα η ανεξέλεγκτη κατάληψη του δημόσιου χώρου από τα τραπεζοκαθίσματα μειώνει περαιτέρω και τον ελεύθερο χώρο, ο οποίος από «ελεύθερος» έχει γίνει πλέον εμπορεύσιμος προς όφελος του δημοτικού ταμείου και χρήσιμος προς όφελος της πολιτικής διαπλοκής.
Στροφή και επιστροφή στα «ανθρωποστάσια», με την έννοια του χώρου, της αναμονής της προσμονής κάποιου γεγονός που θα τους βγάλει όλους αυτούς από την αδράνεια, σε τελική ανάλυση ως χώροι στάθμευσης. Όλοι – κύρια νέοι άνθρωποι στην πλειοψηφία τους και συνταξιούχοι – βρίσκονται εκεί αναμένοντας κάτι, οι πρώτοι μια ευκαιρία για ένα ξεκίνημα, οι δεύτεροι μια ψευδαίσθησης παράτασης του χρόνου, έτσι όπως μπορεί να σου την προσφέρει μια ψευδεπίγραφη κοινωνικότητα.