Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

Επιστολή του Θ. Θεοδωρίδη στο «Χ» και απάντηση


Με αφορμή σχόλιο της στήλης αναφορικά με την εκδήλωση της περασμένης Δευτέρας στο πλαίσιο των Μαθημάτων Τοπικής Ιστορίας του Δήμου Καβάλας, λάβαμε από τον συνάδελφο της εφ. ΠΡΩΙΝΗΣ, Θόδωρο Θεοδωρίδη την παρακάτω επιστολή:

 

Αγαπητέ Θόδωρε

 

Σε σχόλιό σου στο «Χρονόμετρο» της Τετάρτης επανέρχεσαι σε ένα θέμα στο οποίο νομίζω ότι σου απάντησα ήδη το βράδι της Δευτέρας όταν μου έκανες την ίδια ερώτηση μετά το τέλος της παρουσίασης της έρευνάς μου στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του δήμου για τα 100χρονα από την απελευθέρωση της Καβάλας.

Το θέμα της έρευνάς μου είχε να κάνει εντελώς συγκεκριμένα και αποκλειστικά με την προσπάθεια του Ελευθερίου Βενιζέλου το Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 1915 να παραχωρήσει την Καβάλα στη Βουλγαρία για να προσελκυσθεί η γειτονική χώρα στην πλευρά της Αντάντ και αφού ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε λάβει υποσχέσεις για πολύ μεγαλύτερα εδαφικά ανταλλάγματα στα παράλια της Ιωνίας μετά το τέλος του πολέμου και εφόσον φυσικά νικήτριες θα ήταν οι δυνάμεις της Τριπλής Συνεννοήσεως (Αντάντ).

   Το τι ακριβώς έγινε ενάμισι χρόνο αργότερα, στα τέλη Αυγούστου του 1916, και ποιοι ήταν οι υπεύθυνοι που η Καβάλα έπεσε στα χέρια των Βουλγάρων γνωρίζοντας στη συνέχεια μια μαρτυρική διετή κατοχή όπου οι καταχτητές προσπάθησαν να αφανίσουν τον ελληνικό πληθυσμό της πόλης και να αλλάξουν την εθνολογική του σύσταση, είναι το αντικείμενο μιας εντελώς διαφορετικής έρευνας που σου λέω ότι έχω ήδη ξεκινήσει και φυσικά δεν έχει καμία σχέση με αυτά που παρουσιάσαμε το βράδι της Δευτέρας στη δημοτική βιβλιοθήκη.

   Το θέμα άλλωστε της παρουσίασής μας είχε από καιρό ανακοινωθεί και έτσι και ο πλέον αδαής εκ των συμπολιτών μας, ήξερε εκ των προτέρων ότι ερχόταν να παρακολουθήσει μια εισήγηση που είχε τίτλο «Η Καβάλα ως σφάγιο στο βωμό του οράματος της Ιωνίας του Ελευθερίου Βενιζέλου» με το ανάλογο φυσικά περιεχόμενο.

   Θέλω επίσης να σου πω ότι το πιο επικίνδυνο για μένα θα ήταν να προσπαθήσω να εξισώσω ενέργειες πολιτικών ή άλλων προσώπων ώστε να εξισορροπηθεί μια αρνητική ενέργεια του Βενιζέλου που ως ένα βαθμό τον απομυθοποιεί στα μάτια πολλών όπως και εμού του ιδίου όταν για πρώτη φορά έγινα γνώστης του συγκεκριμένου θέματος.

   Προσθέτω επίσης ότι για τα γεγονότα του Αυγούστου του 1916 καλό θα είναι να μη βιαστούμε να αποδώσουμε ευθύνες μόνο στον Κωνσταντίνο και την κυβέρνηση των Αθηνών εκείνης της περιόδου. Αλλά αυτό βεβαίως, όπως είπαμε είναι αντικείμενο μιας άλλης ενδελεχούς και εμπεριστατωμένης έρευνας.

   Γράφεις επίσης στο σχόλιό σου πως είπα ότι ο Βενιζέλος μισούσε την Καβάλα. Δεν χρησιμοποίησα ποτέ αυτή τη λέξη. Ανέφερα απλώς ότι ο Βενιζέλος δεν συμπάθησε ποτέ την Καβάλα και παραδέχτηκα στο τέλος και δημοσίως αλλά και σε μια σύντομη συνομιλία που είχαμε οι δυό μας ότι πιθανόν ο συναισθηματισμός μου (τον οποίο παραδέχθηκες και συ ότι με διακατέχει) να με οδήγησε σ’ αυτό το συμπέρασμα, αν και τα στοιχεία που παρέθεσα ήταν αρκετά πειστικά νομίζω. Πιστεύω ότι και συ θα ένιωθες κάπως έτσι αν είχες γεννηθεί και είχες μεγαλώσει σ’ αυτή την πόλη.

   Τέλος, αγαπητέ φίλε Θόδωρε, νιώθω πολύ πικραμένος που ακυρώνεις τόσο εύκολα και αβασάνιστα μια δουλειά ενός, δεν λέω ούτε φίλου ούτε παλιού συνεργάτη, αλλά απλώς συναδέλφου που αφιέρωσε επί τρία περίπου χρόνια, ατέλειωτες ώρες έρευνας σε βιβλία, εφημερίδες, έγγραφα και πολύ αρχειακό υλικό για να φωτίσει μια σκοτεινή σελίδα της τοπικής μας -και όχι μόνο- ιστορίας.

   Τα στοιχεία που παρέθεσα δεν είναι αποσπασματικά όπως τόσο πικρόχολα σημειώνεις. Είναι στοιχεία που τα έδεσα από σαράντα μεριές ώστε να μην μπορούν να αμφισβητηθούν. Είναι στοιχεία που αντλήθηκαν ακόμη και από τα αρχεία του Φόρεϊν Όφις, μερικά από τα οποία μάλιστα έρχονται στο φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά. Ναι, όπως το ακούς. Ένας δημοσιογραφάκος της επαρχίας, που δηλώνει κατηγορηματικά ότι δεν είναι ούτε ιστορικός ούτε καν ιστορικός ερευνητής, φέρνει για πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας έγγραφα από τα αρχεία του Φόρεϊν Όφις.

   Και με στενοχωρεί τόσο πολύ που στην δεκαεξασέλιδη έκδοση του «Χρονόμετρου» αφιερώνεις δύο ολόκληρες σελίδες για την πλήρη παρουσίαση της εισήγησης του καλού συναδέλφου Βασίλη Λωλίδη που έκανε το ίδιο βράδι με μένα στη δημοτική βιβλιοθήκη και που όμως, όπως και ο ίδιος δήλωσε, είχε δημοσιευθεί πριν τρία χρόνια στο περιοδικό «Service» στο οποίο εργαζόταν εκείνο το διάστημα, ενώ για τη δική μου εργασία που ήταν πρωτότυπη, είχες μόνο αρνητικά σχόλια να κάνεις αποδίδοντάς μου μάλιστα και ευθύνες, σαν να ήμουν ο διοργανωτής της εκδήλωσης ή κάποιο πολιτικό πρόσωπο που έπρεπε να φροντίσω να υπάρχει και ο αντίλογος στα όσα είπα θαρρείς και ήμασταν στη βουλή των Ελλήνων όπου η αντιπολίτευση απαντά στη κυβέρνηση.

Κρίμα, Θόδωρε.

 

Φιλικά

Θόδωρος Θεοδωρίδης

 

 

 

Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ

 

Αγαπητέ Θεόδωρε,

 

Αν είχες κάνει μια έρευνα για το πώς χειρίστηκε το ΠΑΣΟΚ το θέμα των αμερικανικών βάσεων το 1982, θα είχες καταλήξει σε λάθος συμπέρασμα αν δεν είχε λάβει υπόψη σου το τι προηγήθηκε και το τι ακολούθησε. Αν όμως η έρευνα σου ξεκινούσε από το 1974 και εξέταζες το τι έλεγε το ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’70 για τις βάσεις θα πλησίαζες πιο κοντά στην πραγματικότητα. Με αυτό το άσχετο παράδειγμα θέλω να δείξω ότι το ίδιο ισχύει και με τα θέματα που έλαβαν χώρα στο χρονικό διάστημα του Εθνικού Διχασμού, και τις συνέπειες που είχαν για τον ελληνισμό, είναι τελείως λάθος να τα προσεγγίζει κανείς, πολύ περισσότερο κάποιος που δεν είναι ιστορικός με τη μέθοδο της «σαλαμοποίησης». Αν είναι κάτι βέβαιο είναι το λάθος συμπέρασμα.

 

Γι’ αυτό δεν μπορείς να βγάλεις ασφαλή συμπέρασμα για την στάση του Ελ. Βενιζέλου για το πώς χειρίστηκε το θέμα της Καβάλας, αν δεν λάβεις υπόψη σου το γενικότερο παζάρι που γινόταν τότε για την τύχη της Β. Ηπείρου, του Μοναστηρίου, της Ιωνίας, των Δωδεκανήσων, ακόμη και της Κύπρου… Αν δεν θέλεις να πάμε στο 1916 που επί βασιλιά Κωνσταντίνου παραχωρείται η Καβάλα στους Βουλγαρογερμανούς και σαφώς υπήρχε λόγος που έγινε – για να χτυπηθούν στην Θεσσαλονίκη οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΝΤ-, θα πρέπει να σταθείς συνολικά στο 1915 και όχι μόνο στα γεγονότα που έλαβαν χώρα μέσα σε ένα δίμηνο, γιατί είναι ιδιαίτερα αυθαίρετο να τεμαχίζεις την ιστορία σε τόσο μικρές περιόδους όταν τα ίδια τα γεγονότα καλύπτουν μεγαλύτερο χρόνο. Έτσι δεν μπορείς να παραβλέψεις ότι ενώ  τον Φεβρουάριο ο Βενιζέλος «παζάρευε» την Καβάλα για την Ιωνία, το Δεκέμβριο ο διάδοχος του στην πρωθυπουργία «παζάρευε» την Καβάλα για το Μοναστήρι των Σκοπίων.

Συγκεκριμένα, ο επιτετραμμένος της Αυστροουγγαρίας στην Αθήνα, Σίλασσυ έγραφε στην κυβέρνησή του ότι ο πρωθυπουργός Γούναρης – και κατ’ επέκταση ο βασιλιάς Κωνσταντίνος - ζητάει το Μοναστήρι (το οποίο κατείχαν οι Βούλγαροι) ως εχέγγυο για την παράδοση της Ανατολικής Μακεδονίας (φυσικά και της Καβάλας) στους Βουλγάρους (βλ. «Η ΔΟΞΑ ΚΑΙ Ο ΔΙΧΑΣΜΟΣ – Από τα μυστικά αρχεία της Βιέννης, Βερολίνου και Βέρνης» του Πολυχρόνη Ενεπεκίδη σελ. 463). Κι ο Γούναρης τότε είχε την δική του λογική που το ζητούσε, την οποία όπως και του Βενιζέλου είναι δύσκολο να την κατανοήσουμε βλέποντας με μυωπικούς φακούς του και χωρίς τα κατάλληλα εργαλεία του ιστορικού, τα γεγονότα εκείνων των ημερών σήμερα. Το λάθος όμως δεν είναι δικού σου, αλλά όσων επέλεξαν να παρουσιαστεί το εν λόγω θέμα, έτσι όπως παρουσιάστηκε. Γιατί δεν ήταν απλά μία διάλεξη, αλλά μια ομιλία στο πλαίσιο των εκδηλώσεων Δήμου Καβάλας, με τίτλο ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.

Ιδιαίτερα λεπτά θέματα όλως αυτό που διαπραγματεύτηκες εκτιμώ – κατά την ταπεινή μου γνώμη – έπρεπε να έχουν και ένα αντίλογο από έναν ιστορικό, δηλαδή η δική σου εργασία να είναι η αφορμή για ένα γόνιμο δημόσιο διάλογο για τα όσα έλαβαν χώρα τότε. Με λίγα λόγια η ενδελεχής έρευνα που έκανες και τα όποια συμπεράσματα κατέληξες έπρεπε να τύχουν μιας διαφορετικής μεταχείρισης, που απέχει πολύ από την προχειρότητα που είδαμε το βράδυ της περασμένης Δευτέρας στην αίθουσα της δημοτικής βιβλιοθήκης.

 

Όσο για την αναφορά σου, εκεί που λες ό,τι δεν μπορώ να σε καταλάβω επειδή δεν γεννήθηκα στην Καβάλα, τη θεωρώ απαράδεκτη, γιατί ακόμη και όταν αναφέρομε για παράδειγμα στην Σμύρνη, απ’ όπου η οικογένειά μου έφυγε αφήνοντας μια τεράστια περιουσία προσπαθώ να κρατάω μακριά το συναίσθημα και να μην κρίνω τους πρωταγωνιστές εκείνων των ημερών με βάση τα δικά μου βιώματα αλλά με τον τρόπο που έχει επιλέξει να τους αντιμετωπίσει η ίδια η Ιστορία.

 

Τέλος, θέλω να σου επισημάνω ότι από την στιγμή που αποφάσισες να εκθέσεις δημόσια τις απόψεις σου θα πρέπει να δεχθείς και την κριτική – η οποία θέλω να ξέρεις ότι είναι καλοπροαίρετη – αν σε ενοχλεί όμως δεν έχω κανένα πρόβλημα να πάρω πίσω τα όσα έχω γράψει, τα οποία έγραψα επειδή θεώρησα ότι ήταν μέρος ενός δημόσιου διαλόγου και όχι η συζήτηση μεταξύ δύο φίλων. Αν ήταν μια μεταξύ μας συζήτηση θα εκφραζόμουνα τελείως διαφορετικά. Για τα υπόλοιπα που δηλώνεις ενοχλημένος δεν νομίζω ότι χρειάζονται σχολιασμού.

 

Θεόδωρος Α. Σπανέλης