Αν με ξάφνιασε κάτι τόσο πολύ στην υπόθεση του λουκέτο της
ΕΡΤ είναι ότι ένα από τα ισχυρά χαρτιά που παίχτηκαν ως επιχείρημα για τη
διάσωση της, ήταν ο χώρος και ο χρόνος που διαθέτει για τον πολιτισμό, για τις
ταινίες, για τα ντοκιμαντέρ, για την μουσική, για τους δημιουργούς.
Είδαμε μάλιστα και εν είδει διαδήλωσης να βγαίνουν στον Άγνωστο Στρατιώτη τα πορτραίτα διαφόρων μεγάλων δημιουργών. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η παρουσία έδωσε ένα άλλο χρώμα στις διαμαρτυρίες αλλά δημιούργησε και μια θλίψη, γιατί θα έπρεπε να γίνουν κομμάτι του δημόσιου χώρου – διαλόγου, τώρα που έκλεισε η ΕΡΤ; Είναι σαν να ανοίξανε τα ντουλάπια και έβγαλαν κάποια ξεχασμένα λάβαρα, σε μια γλώσσα που πολύ λίγοι καταλαβαίνουν σήμερα. Γιατί πόσο σχέση μπορεί να έχει η μορφή και ο λόγος του Χατζιδάκι, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Καβάφη και του ο Κούν, με τη σημερινή κατεστραμμένη Αθήνα; Με την σημερινή κατεστραμμένη Ελλάδα;
Είδαμε μάλιστα και εν είδει διαδήλωσης να βγαίνουν στον Άγνωστο Στρατιώτη τα πορτραίτα διαφόρων μεγάλων δημιουργών. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η παρουσία έδωσε ένα άλλο χρώμα στις διαμαρτυρίες αλλά δημιούργησε και μια θλίψη, γιατί θα έπρεπε να γίνουν κομμάτι του δημόσιου χώρου – διαλόγου, τώρα που έκλεισε η ΕΡΤ; Είναι σαν να ανοίξανε τα ντουλάπια και έβγαλαν κάποια ξεχασμένα λάβαρα, σε μια γλώσσα που πολύ λίγοι καταλαβαίνουν σήμερα. Γιατί πόσο σχέση μπορεί να έχει η μορφή και ο λόγος του Χατζιδάκι, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Καβάφη και του ο Κούν, με τη σημερινή κατεστραμμένη Αθήνα; Με την σημερινή κατεστραμμένη Ελλάδα;
Πόσο σχέση έχει με όλα αυτά ο Γιάννης Τσαρούχης που έλεγε
την δεκαετία του ’80 ότι ο πολιτικός που θα μείνει στην ιστορία δεν θα είναι
αυτό που θα χτίζει, αλλά αυτός που θα γκρεμίσει; Έβλεπε από τότε ότι η πόλη
πνίγονταν, είχε ανάγκη από κενά για να μπορεί να αναπνεύσει… Αν ζούσε σήμερα,
στην εποχή του μνημονίου, την εποχή της απαξίωσης κάθε αξιακής κλίμακας, την
εποχή του κοινωνικού μηδενισμού, την εποχή που η μουτζούρα στον τοίχο, το
σπασμένο παγκάκι και το ηλίθιο γκράφιτι
με τον ερωτικό πόνο του καθενός ή με την κάθε ανοησία που του περνάει από το
κεφάλι μπορεί να θεωρείται τέχνη, τι θα έλεγε;
Μιλάμε για τον πολιτισμό, ως ασπίδα στην βαρβαρότητα, ως
ανάχωμα στην μνημονιακή επέλαση, μόνο που ο πολιτισμός για να λειτουργήσει
θέλει και υποκείμενα, τα οποία δεν είναι μόνο οι μεγάλοι δημιουργοί, είμαστε
όλοι εμείς που με τις πράξεις μας ή τις παραλείψεις μας δημιουργούμε τον
πολιτισμό της καθημερινότητας. Ο πολιτισμός δεν είναι για τους λίγους και τις
ελίτ, είναι για τους πολλούς για να κάνει πιο ανθρώπινη την καθημερινότητα, γι’
αυτό πέρα από τα μουσεία, τις πινακοθήκες, τα θέατρα, τα μέγαρα μουσικής και
όλα αυτά τα «μαυσωλεία» του πολιτισμού, εκείνο που μετράει πιο πολύ είναι το τι
συναντάς όταν διαβαίνεις το κατώφλι του σπιτιού σου και βγαίνει στον δημόσιο
χώρο. Υπάρχουν άνθρωποι – κύρια μεγάλης ηλικίας – που δεν τολμούν να ξεμυτίσουν
από το σπίτι τους ή βγαίνουν για τα πολύ απαραίτητα γιατί βιώνουν μια μόνιμη
απειλή από τον δημόσιο χώρο, αντί να είναι η ανοιχτή αγκαλιά που τους
περιμένει, είναι ο χώρος που γεννάει τον απροσδιόριστο φόβο του μηδενός. Σε
όλους αυτούς για ποιόν πολιτισμό να μιλήσουμε και πόσα λάβαρα να βγάλουμε στους
δρόμους;
Θεόδωρος Α. Σπανέλης