Ήταν το 1992 όταν η Καβάλα είχε αρχίσει να «αδειάζει» από
τις βιοτεχνίες ρούχων, οι οποίες είχαν αρχίσει να μεταναστεύουν κύρια προς την
Βουλγαρία. Οι απολυμένοι αυτών των επιχειρήσεων έκαναν πορεία στους δρόμους της
Καβάλας, πιστεύοντας - αφελώς - ότι με αυτή τους την αντίδραση θα μπορούσαν να
σταματήσουν τις μεγάλες δυνάμεις που κινούν την Ιστορία. Θυμάμαι, στην οδό
Ομονοίας οι καταστηματάρχες είχαν βγει στις πόρτες των καταστημάτων τους και
κοιτούσαν με τα χέρια στις τσέπες του διαδηλωτές. Εκείνοι τους καλούσαν να
διαδηλώσουν μαζί τους, αλλά κανείς δεν κουνήθηκε. Με μια δόση υπερβολής είχα
γράψει ότι οι έμποροι παρακολουθούσαν με απορία την κηδεία του δικού τους
μέλλοντος. Εκείνοι ήξεραν γιατί δεν ανησυχούσαν, τα πετρέλαια και τα λιπάσματα
ακόμη ήταν δύο κραταιές βιομηχανίες που πρόσφεραν υψηλούς μισθούς, επιπλέον και
οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι την δεκαετία που προηγήθηκε είχαν
γίνει ισχυροί καταναλωτές. Κάθε πρώτη και δεκαπέντε που γίνονταν οι πληρωμές η
αγορά είχε γιορτή.
Αν έλεγε κάποιος τότε ότι θα έρθει σε λίγα χρόνια, η ημέρα
που τα πετρέλαια θα λειτουργούσαν οριακά, τα λιπάσματα θα έδιναν την μάχη της
επιβίωσης και οι δημόσιοι υπάλληλοι με τους συνταξιούχους θα δούλευαν για ένα
κομμάτι ψωμί, αναμφίβολα θα είχε εξασφαλίσει την ταμπέλα του τρελού. Γιατί
μπορεί οι βιοτεχνίες να έφυγαν, ωστόσο η τοπική οικονομία είχε μεγάλους
«πνεύμονες». Κάπως έτσι θα σκέφτηκαν και όσοι είχαν διαβάσει την δική μου
«προφητεία», ήταν πραγματικά μια δημοσιογραφική υπερβολή για να καταδείξω –
μέσα στην αφέλειά μου – που οδηγεί η απουσία κοινωνικής αλληλεγγύης. Από τότε
έγιναν πολλά, μάθαμε τι εστί χρηματιστήριο, οργανώσαμε και μια Ολυμπιάδα και
κάποια στιγμή άρχισε στην Αμερική η κατάρρευση, το οικονομικό «τσουνάμι»
χτύπησε της νότιες της Ευρώπης. Το μεγαλύτερο πλήγμα ήταν στην Ελλάδα. Όλες οι
βεβαιότητες κατέρρευσαν, το δημόσιο αργοπεθαίνει. Κάθε πρώτη και δεκαπέντε δεν
είναι γιορτή, αλλά θρήνος. Ακόμη και οι έμποροι που δεν είχαν βγει ποτέ στους
δρόμους, ήρθε η ώρα που το έκαναν. Τώρα, αυτοί ήταν οι αφελείς που πίστευαν ότι
με μια διαδήλωση θα τους λυπηθεί η Τρόικα…
Ελπίδα ν’ αποκτήσουμε βιομηχανία δεν έχουμε, ίσως η μοναδική
μας ελπίδα είναι να γίνουμε ενεργειακός κόμβος το οποίο σημαίνει θέσεις
εργασίας με υψηλή εξειδίκευση, ακόμη και σε επίπεδο εργατικού δυναμικού. Μόνη
ελπίδα για σχετικά γρήγορη ανάκαμψη είναι ο τουρισμός. Σε πρώτη φάση τους
θέλουμε όλους, με βαριά ή με ελαφριά βαλάντια. Εδώ ταιριάζει αυτό που λέει ο
λαός «μάζευε και ας είναι ρόγες». Δεν είμαστε τουριστικός προορισμός, πρέπει να
γίνουμε, το να είναι ανοιχτή η αγορά δεν είναι το άπαν, είναι όμως η αρχή.
Προχθές, Δευτέρα απόγευμα οι τουρίστες από τα δύο κρουαζιερόπλοια βολόδερναν σε
μια κλειστή αγορά. Κάποιοι θα ψώνιζαν, δεν μπορούσαν. Οι έμποροι κάθισαν σπίτι
για να μην χάσουν τα τούρκικα… το ραντεβού τους με τους πελάτες ήταν την
επομένη το πρωί!!!
Θεόδωρος Α. Σπανέλης