Την Τετάρτη το βράδυ, στο πλαίσιο των εκατό χρόνων από την
απελευθέρωση της Καβάλας, πραγματοποιήθηκε μια εξαιρετική εκδήλωση κατά την
οποία ο Δήμος Καβάλας τίμησε ως ευεργέτη της πόλης τον Γιώργο Αστεριάδη. Για το
τι έγινε στην εν λόγω εκδήλωση θα το διαβάσετε στο σχετικό ρεπορτάζ, εμείς
θέλουμε να σταθούμε σε μια ιστορία που μετέφερε στο ακροατήριο ο ί
διος ο κ.
Αστεριάδης για να δείξει το ποιος είναι μεγάλος ευεργέτης. Αναφέρθηκε σε μια
παρέα που συζητούσε για το ποιος είναι ο πιο μεγάλος εθνικός ευεργέτης, ο ένας
έλεγε ο Αβέρωφ, ο άλλος έλεγε ότι είναι ο Ζάππας, ο άλλος ότι είναι ο Συγγρός
και πάει λέγοντας… Κάποια στιγμή παρενέβη ο ομιλητής για να θυμίσει ένα
περιστατικό, πριν από πολλά χρόνια ζούσε στην Αθήνα ένα λούστρος, που ζούσε
φτωχικά. Κάποια μέρα τον βρήκαν νεκρό κάτω από μια σκάλα σπιτιού. Επάνω στον
νεκρό λούστρο βρέθηκε ένα βιβλιάριο τραπέζης με ένα ιδιαίτερα μεγάλο ποσό
κατατεθειμένο, όπου σύμφωνα με μια επιστολή που άφησε το δώριζε στο Εθνικό
Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο. Το συμπέρασμα ήταν ότι αυτός ήταν ο πιο μεγάλος
ευεργέτης, γιατί αυτό που δώρισε στην κοινωνία δεν ήταν βγαλμένο από το
πλεόνασμά του, αλλά από το υστέρημά του…
Είναι ιδιαίτερα τιμητικό και δείχνει το ήθος και την
ποιότητα του Γιώργου Αστεριάδη το γεγονός ότι την ημέρα της βράβευσής του
επέλεξε να αναφέρει αυτή την τόσο λίγο γνωστή ιστορία, δείχνει πόσο σημαντική
θεωρεί στην εξέλιξη της ιστορίας και εν προκειμένω στην εξέλιξη της Καβάλας, το
ρόλο των μικρών, απλών, ανώνυμων πολλές φορές, ανθρώπων αυτού του τόπου. Γι’
αυτό αυτός ο εορτασμός που ξεκίνησε θα πρέπει να σταθεί όχι μόνο στα μεγάλα
ονόματα που πρόσφεραν πραγματικά σε αυτό τον τόπο πολλά - και ένας εξ αυτών
είναι ο Γιώργος Αστεριάδης όσο και η
οικογένειά του-, αλλά και στους πολλοί ταπεινούς, άγνωστους στους πολλούς, από διάφορα
επαγγέλματα, από καθηγητές και δάσκαλους μέχρι σιδεράδες και καραβομαραγκούς,
που δούλεψαν ότι με γνώμονα τα πολλά χρήματα, αλλά την προσφορά στην κοινωνία.
Όλοι αυτοί με το κόπο τους και το μόχθο τους κίνησαν τον τροχό της ιστορίας, ο ηρωισμός
τους δεν μετριέται με μεγάλα κατορθώματα αλλά με τον καθημερινό αγώνα της
επιβίωσης και της αγωνίας της προσφοράς για να γίνει ο κόσμος καλύτερος.
Οι φωνές όλων αυτών έρχονται σε μας σαν απόηχος μιας εποχής
που έφυγε ανεπιστρεπτί, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να απουσιάζουν από
αυτόν τον εορτασμό. Αυτές οι φωνές είναι μια χαραμάδα φωτός στο σκοτάδι που μας
έχει τυλίξει. Άραγε είμαστε άξιοι αυτές τις χαραμάδες να τις κάνουμε παράθυρα;
Θεόδωρος Α. Σπανέλης