Αν θέλει κανείς να μετρήσει το μέγεθος της απελπισίας του
κόσμου δεν έχει παρά να μετρήσει το πλήθος των καταστημάτων που έχουν ανοίξει –
και τα οποία συνεχίζουν να ανοίγουν – για την εξαγορά χρυσών και ασημένιων
κοσμημάτων. Καθημερινά σε όλη την Καβάλα, αλλά και σε ολόκληρη την επικράτεια
κάποιοι διαβαίνουν το κατώφλι αυτών των καταστημάτων για να
εκποιήσουν ότι
τιμαλφή έχουν, για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της επιβίωσης. Κάποιοι
ξεπουλάνε για να γλυτώσουν το σπίτι τους, κάποιοι άλλοι για να αγοράσουν
τρόφιμα, κάποιοι άλλοι για να αγοράσουν τα φάρμακά τους. Είναι κοσμήματα που
πέρα από την πραγματική τους αξία, έχουν και ένα συναισθηματικό φορτίο, κάποια
από αυτά είναι οικογενειακά κειμήλια, που πέρασαν από τον γονέα στο παιδί και
από εκεί στο εγγόνι, κάποια έχουν έρθει από πολύ μακριά, από τις χαμένες
πατρίδες, κάποια άλλα είναι δώρα που δόθηκαν σε μια γέννα, σε μια βάπτιση,
είναι ένα δακτυλίδι ή μια βέρα που έδεσε δύο ανθρώπους, μια αλυσίδα που
χαρίστηκε σε μια επέτειο, είναι δώρα που θυμίζουν μια χαρούμενη στιγμή ή ένα
πρόσωπο που χάθηκε.. Πίσω από κάθε κόσμημα υπάρχει μια μικρή ανθρώπινη ιστορία
που την γνωρίζει μόνο ο κάτοχός τους. Είναι κομμάτια μιας ζωής που έχει χαθεί
ανεπιστρεπτί. Μαζί με το χρυσό ή το ασήμι, εκείνη τη στιγμή που ο κάτοχος στέκεται
μπροστά στο γκισέ, εκποιούνται και όλα αυτά και πολλά συναισθήματα που ίσως να
μην μπορούμε να φανταστούμε.
Για τους πιο παλιούς όλα αυτά φέρνουν στην μνήμη εικόνες από
την γερμανική και βουλγαρική κατοχή, όταν
οι άνθρωποι έδιναν ένα χρυσαφικό ή μια ραπτομηχανή για ένα δοχείο λάδι. Δεν
έχουν άδικο. Η εξαθλίωση της ελληνικής κοινωνίας διευρύνεται συνεχώς και
τραβάει προς τα κάτω όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού.
Αν πει κανείς ότι η πορεία αυτή φτάνει στο τέρμα της,
κινδυνεύει να διαψευστεί από την επέλαση των γεγονότων που σκάνε, όπως το κύμα
στους νοτιάδες όταν σκάει στον προσήνεμο λιμενοβραχίονα στο λιμάνι της Καβάλας.
Κάθε κύμα σκάει και με μεγαλύτερη ορμή από το προηγούμενο. Πριν μερικά χρόνια
τα νερά από τα κύματα που έσκαγαν είχαν φτάσει μέχρι την πλατεία Ελευθερίας.
Έτσι συμβαίνει αυτή τη στιγμή και με την ελληνική κοινωνία, δέχεται ένα
καταιγισμό χτυπημάτων που την κάνουν να λυγίζει όλο και περισσότερο.
Το λυπηρό γεγονός δεν είναι ότι εκποιούνται τα τιμαλφή των
οικογενειών, είναι ότι μαζί με αυτά εκποιείται και ένα κομμάτι των αναμνήσεων
της κάθε οικογένειας. Τα χρήματα που χάνονται σήμερα σε χαράτσια και περικοπές
μισθών και συντάξεων μπορεί κάποια στιγμή να επανέλθουν στα πορτοφόλια μας, ωστόσο
πάντα θα υπάρχει κάτι που δεν μπορούμε να το αναπληρώσουμε και αυτό είναι τα
κειμήλια.
Θεόδωρος Α. Σπανέλης