Ζώντας την πιο μεγάλη κρίση, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οι έλληνες έχουν δύο επιλογές, η μία είναι να τρελαθούν από το αίσθημα της απώλειας, η δεύτερη είναι να ανακαλύψουν εκ νέου την άσκηση του φιλοσοφείν. Η επιλογή είναι ελεύθερη.
«Φιλοκαλούμεν μετ' ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας (σ.σ. μαλθακότητας)» σημείωνε ότι ο συντοπίτης μας – κατά κάποιοι τρόπο – Θουκυδίδης, στον Επιτάφιο του Περικλή… Όταν έγραφε αυτά τα λόγια στην σκιά του Παγγαίου και αγναντεύοντας την ομορφιά του αιγαιοπελαγίτικου πελάγους σίγουρα έβλεπε λίγο πολύ αυτά που βλέπουμε και εμείς σήμερα, αν εξαιρέσουμε τα κτίσματα που πρόσθεσε ο χρόνος. Ωστόσο το εσωτερικό του βλέμμα, τα μάτια της ψυχής του έβλεπαν άλλες εικόνες γι’ αυτό και ίσως γι’ αυτό να μπόρεσε να προσεγγίζει – για πρώτη φορά – την έννοια της ιστορίας με ένα ασύγκριτα ανεπανάληπτο τρόπο. Τι περισσότερο είναι η ιστορία από την πάλη της Ελευθερίας με την Αναγκαιότητα; Κι όμως δεν το βλέπουμε, εμείς καταφέραμε να το λησμονήσουμε αυτό και να μετατραπούμε μέσα σε λίγες δεκαετίες σε ανθρωπολογικούς τύπους αραιής μνήμης.
Μεταβάλαμε την ιστορία και την παράδοσή μας σε γραφικότητες, τσολιαδάκια και κακόγουστα αναμνηστικά, λες και η ομορφιά του τόπου και οι δημιουργίες του ανθρώπου μέσα στο χρόνο μπορούν να αποτυπωθούν σε μια φθηνή εικόνα. Ωστόσο από τι στιγμή που τα φθηνύναμε ήταν εύκολο και να τα απορρίψουμε, να τα γκρεμίσουμε και να πετάξουμε στη χωματερή. Με λίγα λόγια να πτωχεύσουμε…
Λέμε πολλές φορές ότι για την κακοδαιμονία που μας κατατρέχει, την ευθύνη έχουν διάφορα κέντρα στο εξωτερικό που μας επιβουλεύονται… Και φυσικά εμείς δεν έχουμε καμία ευθύνη. Επιδεικνύουμε συμπεριφορά πεντράχρονου, φταίνε όλοι οι άλλοι και καθόλου εμείς. Μακάρι όμως να ήταν έτσι να είχαν αποκλειστική ευθύνη οι άλλοι και όχι εμείς, γιατί μια ώριμη και συγκροτημένη συμπεριφορά από μέρους μας θα ακύρωνε το σύνολο ή ένα σημαντικό μέρος της κακής επιρροής. Δυστυχώς γι’ εμάς όμως δεν είναι έτσι…
Ζούμε τον ιστορικό χρόνο ως νόθες γενιές και νόθα τέκνα, αγενεαλόγητοι πορευόμαστε χωρίς να έχουμε αντιληφθεί ότι κάθε τι που κάνουμε ή πολλές φορές που αποφεύγουμε να κάνουμε, αν δεν το βρούμε εμείς μπροστά μας – που ήδη αρχίσαμε – θα το βρουν οι επόμενοι. Καταντήσαμε τη δημόσια ζωή και κατ’ επέκταση και την ιδιωτική αμμώδης αλίμενος παραλία. «Τα πλοία» του ποιητή έφτασαν φορτωμένα, είναι αρόδο, αλλά ούτε λιμάνι υπάρχει για να προσδέσουν, ούτε χέρια για να τα ξεφορτώσουν.