Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

To «φθηνό»… ακριβό

Θα δώσουμε συνέχεια στο χθεσινό σημείωμα σχετικά με την αδυναμίας μας, ως χώρα, να εκμεταλλευτούμε τα «ιστορικά και πολιτιστικά κοιτάσματα» για να προσδώσουμε υπεραξία στα αγαθά και τις υπηρεσίες που προσφέρουμε. Δίνουμε συνέχεια για να αναφερθούμε σε μια περίπτωση που στην παρούσα φάση θα μπορούσε να δώσει το φιλί της ζωής στην θνήσκουσα εθνική οικονομία. Το θέμα μας είναι ο τουρισμός.




Είναι δυνατόν στην χώρα που γεννήθηκε ο όρος φιλοξενία να έχουμε αυτό το πράγμα που μόνο κατ’ ευφημισμό μπορείς να το ονομάσεις τουρισμό; Να μιλήσουμε για τα κτήρια ή για τις υπηρεσίες; Βλέπεις σήμερα τα Ξενία που φτιάχτηκαν πριν από πενήντα χρόνια και τα ζηλεύεις και κοιτάς να σύγχρονα ξενοδοχειακά συγκροτήματα των πέντε αστέρων και αποστρέφεις το βλέμμα σου για να μην δεις τον βιασμό της φύσης. Να μιλήσουμε για τις υπηρεσίες; Ο κυρ Κώστας και η κυρ Μαρία όταν νοίκιαζαν μερικά δωμάτια – πριν πενήντα χρόνια – στους πρώτους τουρίστες που πατούσαν το πόδι τους στην Ελλάδα πρόσφεραν υπηρεσίες που δεν μπορούν να συγκριθούν ούτε με το πλαστικό χαμόγελο του σήμερα, αλλά ούτε και με την αρπαχτική διάθεση που μας χαρακτηρίζει…. Στήνουμε μαγαζιά για ένα δίμηνο και θέλουμε σε αυτό το διάστημα να βγάλουμε ετήσιο εισόδημα!!! Αυτά μπορεί στο παρελθόν να γίνονταν τώρα όμως τελείωσαν. Οι αρπαχτές στον Τουρισμό τελείωσαν, και ο λόγος είναι ότι οι τουρίστες μας πήραν χαμπάρι και έφυγαν για άλλους προορισμούς, κύρια Τουρκία και Αίγυπτο. Οι εποχές που αρκούσαν ένα δωμάτιο, ένα φαγητό, η θάλασσα και ο ήλιος για να έρθουν οι τουρίστες παρήλθαν ανεπιστρεπτί.



Για να τους κάνουμε να γυρίσουν πίσω θα πρέπει να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας, σε χαμηλότερες τιμές, σε υψηλότερη ποιότητα και με ενσωματωμένη την ιστορική και πολιτιστική υπεραξία. Κι εμείς αντ΄ αυτού τι κάνουμε; Από τον τελευταίο δήμαρχο της χώρας μέχρι τον εκάστοτε υπουργό Τουρισμού, για να δείξουν έργο παίρνουν ένα αεροπλάνο και αρχίζουν τα ταξίδια για να φέρουν τουρίστες!!! Αν αυτό σας θυμίζει τον Χρόνη Εξαρχάκο στην ταινία ΓΟΡΓΟΝΕΣ ΚΑΙ ΜΑΓΚΕΣ δεν είστε καθόλου λάθος. Στο όνομα της δήθεν τουριστικής πολιτικής ξοδεύονται απίστευτα ποσά, γιατί; Για να γίνουμε γνωστοί στο εξωτερικό. Μα αυτό είναι το πρόβλημά μας, ότι οι «κουτόφραγκοι» μας ξέρουν και δεν δέχονται άλλο να τους κοροϊδεύουμε, γι’ αυτό και πήραν των ομματίων τους και πήγαν αλλού. Για να γυρίσουν δεν χρειάζεται διαφημιστική καμπάνια, αλλά να αλλάξουμε το προϊόν που πουλάμε. Πρέπει να σταματήσουμε να πουλάμε τόσο ακριβά ένα τόσο ευτελές προϊόν, όπως κατάντησε να είναι ο ελληνικός τουρισμός.



Σήμερα στο σημείο που βρισκόμαστε είναι δύσκολο και θέλει χρόνο να αναπτύξουμε παραγωγικές δομές για οτιδήποτε άλλο, πέρα του Τουρισμού. Είναι ο μόνος κλάδος που μπορεί πολύ γρήγορα να αναταχθεί και να δώσει αποτελέσματα. Το ζήτημα είναι βέβαια ποιος θα είναι αυτός που θα το κάνει! Σε τέτοια θέματα είναι που φαίνεται η αδυναμία του πολιτικού προσωπικού. Ενώ έχουμε ένα τόπο που θα μπορούσε να είναι η «Ιερουσαλήμ και η Μέκκα» για όλους τους Πολίτες του κόσμου. Αν όλοι αυτοί θα το είχαν σαν τάμα να έρθουν έστω και μια φορά σαν «προσκύνημα» σε αυτόν τον τόπο, δεν θα θέλαμε τίποτα άλλο. Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει ο χώρος να αποκτήσει την χαμένη «ιερότητα» και από σκουπιδότοπος να γίνει ένας τόπος αξιών.

Το τσίπουρο και ο Παπαδιαμάντης

Στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία των ημερών μας, για να μπορεί μια χώρα να είναι υπολογίσιμη οικονομική δύναμη θα πρέπει να παράγει ή υψηλή τεχνολογία ή πολιτιστικά προϊόντα, όταν έχει και τα δυο βρίσκεται στην κορυφή. Στην δική μας περίπτωση, δηλαδή της Ελλάδας αποτέλεσμα της πολιτικής μειοδοσίας του πολιτικού κόσμου δεν είναι η οικονομική χρεωκοπία, αυτό είναι το λιγότερο ίσως, αλλά η ξαφάνιση κάθε παραγωγικής δύναμης. Έτσι καταντήσαμε από χώρα παραγωγός να γίνουμε χώρα καταναλωτής. Εκεί οφείλεται τόσο το οικονομικό έλλειμμα όσο και το έλλειμμα στο ισοζύγιο των εισαγωγών – εξαγωγών. Πώς όμως φτάσαμε σε αυτό το σημείο;




Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά και σε όλα τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου – ο οποίος για εμάς τελειώνει τώρα – τόσο η Δεξιά όσο και η Αριστερά έκαναν δυο πράγματα, ταυτόσημα, από την μια να συκοφαντήσουν, να διαβάλουν και να αλλοτριώσουν έννοιες όπως πατρίδα, έθνος, γλώσσα, ελληνισμός και από την άλλη να λειτουργούν ως εισαγωγείς – μεταπράτες αγαθών και ιδεών…



Με αυτά φτάσαμε σήμερα στο σημείο, ιδέες και έννοιες που για άλλες χώρες λειτουργούν ως ασπίδα αλλά και ως όχημα μεταφοράς της ταυτότητάς τους, - έτσι ώστε να μπορούν να πορεύονται με ασφάλεια σε ένα άκρως ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον-, σε εμάς να βρίσκονται στα τάρταρα, εξαιτίας της συστηματικής πολεμικής που δέχθηκαν. Αυτή η πολεμική ήταν προϋπόθεση για να φτάσουμε σε εκείνο το σημείο όπου, αφενός το ουίσκι και η κόκα κόλα να εξοβελίσουν το τσίπουρο και την πορτοκαλάδα και αφετέρου ο Ζαν Πωλ Σάρτρ και η Σιμόν Ντε Μποβουάρ να εξοβελίσουν τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον εξαιρετικό διανοητή Κωνσταντίνο Καραβίδα – τον οποίον βέβαια οι περισσότεροι τον αγνοούμε –, αλλά και πολλούς άλλους.



Αυτό συνέβαλε τα μέγιστα ώστε η χώρα σήμερα να βρίσκεται κάτω από μια οικονομική και ιδεολογική κατοχή, η οποία είναι πολύ πιο βαριά και πιο σκληρή από την οικονομική χρεωκοπία. Συνέπεια αυτής της κατοχής είναι να έχουμε χάσει την ιστορική μας συνέχεια – κοινώς τις ρίζες μας – αλλά και η εθνική οικονομία να μην είναι σε θέση να αξιοποίηση την υπεραξία που προσθέτει σε αγαθά και υπηρεσίες το πολιτιστικό βάθος… μερικών χιλιάδων χρόνων. Γι’ αυτό το ελληνικό λάδι εξάγεται σε βαρέλια στην Ιταλία, όπου εκεί συσκευάζεται σε μικρές καλοσχεδιασμένες φιάλες και πωλείται σε τιμές εξωφρενικές…. Ή το άλλο, το ελληνικό μάρμαρο να εξάγεται σε όγκους για να επεξεργαστεί στα εργαστήρια της αλλοδαπής και αυτό να συμβαίνει σε μια χώρα που γέννησε ένα Φειδία και ένα Πραξιτέλη… Να συνεχίσουμε; Αν δεν είναι άπειρα, σίγουρα είναι χιλιάδες τα παραδείγματα που μπορούμε να αναφέρουμε.



Σε εμάς ισχύει ένα ιστορικό παράδοξο, ήμασταν έθνος πριν γίνουμε «κράτος» και τώρα που γίναμε «κράτος» έχουμε απαρνηθεί την έννοια του έθνους στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου προοδευτισμού. Αυτό είναι κάτι που δύσκολα θα το συναντήσει κανείς στην παγκόσμια ιστορία.

Όποιος δεν καταλαβαίνει…

«η Ελλάδα που αντιστέκεται η Ελλάδα που επιμένει


κι όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει…»



Στους σκοτεινούς χρόνους της Ιστορίας μας, όταν δεν υπήρχε άλλος τρόπος να διατηρηθεί η μνήμη και η γνώση της ταυτότητας, όπλα άμυνας απέναντι σε αυτή την κατάσταση ήταν, μεταξύ άλλων, το δημοτικό τραγούδι και τα παραμύθια. Και τα δυο άκρως υποτιμημένα στις μέρες μας. Ωστόσο σκοπός μας σήμερα δεν είναι να αποκαταστήσουμε την χαμένη τιμή -λόγω συκοφαντίας - τόσο του δημοτικού τραγουδιού, όσο και των παραμυθιών. Απλά θέλουμε να πάρουμε αφορμή από το τραγούδι του Δ. Σαββόπουλου «Τσάμικο» για να θυμίσουμε ότι τα τραγούδια του πολλές φορές λένε κάτι περισσότερο από αυτό που ακούει το αυτί μας. Κάθε τραγούδι είναι και ένα παραμύθι και κάθε παραμύθι που θα διηγηθεί και ένα τραγούδι.



Δεν κάνουμε μνημόσυνο, ούτε αναδρομή στο έργο του Δ. Σαββόπουλου, απλά από ένα εξαιρετικό τραγούδι θα κλέψουμε δυο στίχους - αυτούς που είναι στην αρχή του σημειώματος – και την κρυμμένη του ψυχή, για να καταδείξουμε ότι μπορεί να γράφτηκε το 1982, ωστόσο κάλλιστα μπορεί να περιγράψει εξαιρετικά καταστάσεις του 2010. Εξάλλου αυτό είναι που δίνει και αξία στα αυθεντικά έργα, οποτεδήποτε και να τα «διαβάσεις» έχουν κάτι να σου πούνε… Είναι ερμηνευτικά εργαλεία χωρίς τους περιορισμούς που θέτει ο χρόνος…



Σήμερα περνάμε μια πολύ δύσκολη αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίοδο, όποιος ζει εγκλωβισμένος στα στερεότυπα μιας εποχής που πλέον παρήλθε, δεν μπορεί να καταλάβει τι γίνεται και που πάμε, το πώς κοιτάζει αυτά που συμβαίνουν θυμίζει πολύ τον «επαρχιώτη στην Ομόνοια» όπως σημειώνει και το τραγούδι. Βλέπει αλλά δεν καταλαβαίνει και ειδικά αν τυχαίνει να έχει στερηθεί την ιστορική γνώση και η μοναδική πηγή πληροφόρησής του να είναι η τηλεόραση, τότε πραγματικά τα έχει χαμένα και δεν ξέρει, ούτε που πατά, ούτε που πηγαίνει.



Δεν έχουμε σκοπό να αποκαλύψουμε, ούτε μικρές, ούτε μεγάλες αλήθειες, γιατί τίποτα δεν είναι κρυμμένο, τα πάντα είναι μπροστά στα μάτια μας, αρκεί κάποιος να αποφασίσει να τα δει από την σωστή οπτική γωνία, δηλαδή χωρίς παραμορφωτικούς φακούς. Η αλήθεια μπορεί να είναι παρατημένη στο παλιό μας σπίτι στο χωριό ή στο σεντούκι της γιαγιάς που το απαξιώσαμε και το χαρίσαμε στον παλιατζή, μπορεί να είναι σε συγγενείς και φίλους που τους χάσαμε μέσα στη δίνη της εποχής ή σε μια αγιογραφία που την έχουμε για «ντεκόρ στο σαλόνι μας», σίγουρα δεν είναι στην λαμπερή αλλά τόσο ψεύτικη οθόνη της τηλεόρασης.



Ο κόσμος που οικοδομήσαμε καταρρέει και μένει σε εμάς, αν θα ψάξουμε την Αλήθεια ή θα βολευτούμε με νέους μύθους, για να έχουμε μια επίφαση ατομικής – εγωιστικής – ευδαιμονίας, χωρίς ουσιαστική σχέση με το ιστορικό γίγνεσθαι. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για να μπορέσουμε να θυμηθούμε, για να αναστήσουμε έτσι, «την Ελλάδα που αντιστέκεται, την Ελλάδα που υπομένει» και είναι εκεί και μας περιμένει πότε θα αποτινάξουμε το ζυγό της λήθης.

Η λαφυραγώγηση

Μέχρι και πριν από μερικούς αιώνες οι στρατοί στηρίζονταν στην λαφυραγώγηση του αντιπάλου. Αυτό ήταν το σημαντικότερο κίνητρο για πολλούς, να πάνε να καταταγούν στον στρατό και να δώσουν ακόμη και την ζωή τους. Σήμερα αυτό είναι σπάνιο φαινόμενο αλλά όχι ασυνήθιστο. Ωστόσο ακόμη και σήμερα έχουμε παραδείγματα όπου υπάρχει το στοιχείο της λαφυραγώγησης από παντός είδους «στρατούς»…




Στην Ελλάδα εδώ και αρκετά χρόνια μιλάμε για την κρίση του πολιτικού συστήματος, ωστόσο μόνο τον τελευταίο χρόνο και ειδικά τους τελευταίους μήνες αυτό γίνεται περισσότερο εμφανές. Μέχρι τώρα μιλούσαμε απλά για την κρίση των κομμάτων εξαιτίας της αδυναμίας τους να διαχειριστούν ορθολογικά τα προβλήματα και αυτό είχε ως συνέπεια να συρρικνώνεται συνεχώς η εμπιστοσύνη των πολιτών, ωστόσο η συζήτηση είχε περισσότερο φιλολογικό χαρακτήρα αφού οι εκλογές δεν κατέγραφαν αυτή την τάση. Γι’ αυτό και παρά τα προβλήματα το πελατειακό σύστημα λειτουργούσε, παρά την κρίση εμπιστοσύνης, ο πολίτης προσέφευγε στο κομματικό γραφείο αναζητώντας μια λύση στο προσωπικό του πρόβλημα. Με λίγα λόγια εδώ και χρόνια υπήρχε η κρίση του πολιτικού συστήματος αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να γίνει η ανατροπή. Η μόνη εξέλιξη που υπήρξε ήταν ότι στις τελευταίες εκλογές – περισσότερο από κάθε άλλη φορά – τέθηκε το ζήτημα του να βρεθεί ένας «καλύτερος διαχειριστής της πολυκατοικίας». Λες και το μοναδικό πρόβλημα ήταν η σπατάλη και η κακή διαχείριση και πέρα από αυτά, τίποτε άλλο.



Μετά το ξέσπασμα της δημοσιονομικής κρίσης στην Ελλάδα και τα μέτρα που ελήφθησαν και τα οποία είναι μόνο η αρχή, όποιος μιλάει για το τέλος των κομμάτων δεν απέχει και πολύ από την αλήθεια. Σήμερα γίνεται κατανοητό όλο και από περισσότερους πολίτες ότι η χώρα δεν έχει ανάγκη μόνο από έναν «καλό διαχειριστή της πολυκατοικίας» αλλά από κάτι περισσότερο. Για να το πούμε διαφορετικά, γίνεται κατανοητό ότι ένας «καλός λογιστής» – προς αντικατάσταση της έννοιας του διαχειριστή – δεν είναι το ζητούμενο για να σωθεί μια «προβληματική επιχείρηση» αλλά είναι απαραίτητη η ύπαρξη του «καλού επιχειρηματία». Αυτό που χρειάζεται η χώρα είναι στόχος, όραμα, γνώση και σχέδιο με συγκεκριμένα βήματα. Κάτι το οποίο τα σημερινά κόμματα – κατάλοιπα μιας ψυχροπολεμικής εποχής που πλέον δεν υπάρχει – δεν μπορούν να προσφέρουν.



Την ήταν όμως αυτό που οδήγησε τα σημερινά κόμματα στην παρακμή και τώρα βρίσκονται ένα βήμα πριν την συνταξιοδότηση; Το γεγονός ότι δεν επένδυσαν στην παραγωγή πολιτικής και πολιτικών στελεχών ώστε να είναι σε θέση να διαχειριστούν με εμπιστοσύνη και κύρος της δημόσιες υποθέσεις αλλά επέλεξαν να δομηθούν στην λογική της λαφυραγώγησης. Η νομή της κρατικής εξουσίας και ότι αυτό συνεπάγεται – διορισμοί, μίζες κ.λ.π. – ήταν το καύσιμο για να κινηθεί η μηχανή. Αυτή η λαφυραγώγηση έδινε την δυνατότητα να στρατολογήσουν εθελοντές που ξεκινούσαν από αφισοκολλητές για να καταλήξουν μέχρι και διοικητές οργανισμών ή υπουργοί. Χωρίς υπερβολή άνθρωποι που δεν θα μπορούσαν να κουμαντάρουν ένα ψιλικατζίδικο έφτασαν να διαχειρίζονται σημαντικές κρατικές υποθέσεις. Όταν όμως ήρθε η ώρα που το κράτος φτώχυνε και τα λάφυρα περιορίστηκαν, αμέσως ανέκυψε το πρόβλημα, έφυγε η γη κάτω από τα πόδια τους. Τότε λοιπόν τι έκαναν τα κόμματα για να σωθούν; «Ανακάλυψαν» την έννοια της «τιμιότητας»!!! Ξεχνούν όμως ότι το να είναι κάποιος μόνο τίμιος δεν αρκεί αλλά πρέπει να έχει και άλλα προσόντα για να ασκήσει την πολιτική, γι’ αυτό και είναι τόσο δύσκολο να ανανεώσουν το πολιτικό τους προσωπικό. Ποιος σώφρων άνθρωπος θα πάει να μπλέξει με ένα στρατό που «πεινάει» για λάφυρα; Αργά η γρήγορα θα έρθει σε σύγκρουση και το ίδιο το σύστημα θα τον πετάξει έξω ή θα τον ενσωματώσει. Γι’ αυτό, μέχρι εδώ ήταν. Τελεία και παύλα.



Από εδώ και πέρα όποιος θέλει να ηγηθεί κόμματος και να ελπίζει στην συμμετοχή και την στήριξης των πολιτών δεν μπορεί να υπόσχεται μοίρασμα, θέσεων στο δημόσιο ή αξιωμάτων, θα πρέπει το κόμμα αυτό να είναι σε θέση να παράγει πολιτική. Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει να σταματήσει η εκπόρνευση της πολιτικής και να επανέλθει στις αρχικές ατραπούς. Αυτό για να συμβεί πρέπει να επανασυνδεθεί η πολιτική με την ιστορία του τόπου και με τους άξιους ανθρώπους που έχουν δώσει δείγματα γραφής στο προσωπικό και επαγγελματικό τους βίο.