Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

Οι φίλοι μας οι Τούρκοι, οι βουλγαρογραμμένοι και οι γερμανοτσολιάδες…


Όταν οι Οθωμανοί Τούρκοι έφταναν στην Μ. Ασία, τον 13ο αιώνα κανείς δεν περίμενε τι θα επακολουθούσε. Τότε δεν αριθμούσαν περισσότερο από μερικές χιλιάδες άτομα και για να επιβιώσουν μάχονταν στο πλευρό των βυζαντινών ως μισθοφόροι. Σύντομα αυξήθηκαν εντυπωσιακά αλλά αυτό δεν συνέβη τόσο λόγω υπεργεννητικότητας όσο επειδή καταφέρνανε να προσεταιρίζονται με την βία ή με προσφορές, βυζαντινούς κύρια άρχοντες αλλά και άλλους αυτόχθονες λαούς της Μ. Ασίας ως μια νέα φρέσκια και ανερχόμενη δύναμη. Εξισλαμίζοντας είτε με το σπαθί, είτε με το δέλεαρ του πλούτου και των αξιωμάτων κατάφεραν να λειτουργήσουν σαν κεντρομόλος δύναμη απέναντι σε ένα υπό κατάρρευση βυζάντιο μετά τα σοβαρά χτυπήματα των Λατίνων.

Κάπως έτσι για να μην μακρηγορούμε γεννήθηκε η Οθωμανική αυτοκρατορία που γνωρίσαμε. Αν εξαιρέσει κανείς τη γραμμή αίματος που υπάρχει χωρίς καμία διακοπή από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο Οθωμανό σουλτάνο η υπόλοιπη δομή της αυτοκρατορίας ήταν στελεχωμένη κύρια από εξισλαμισμένους λαούς. Γι’ αυτό σήμερα ένα από τα σημαντικά ρεύματα που διατρέχουν και κατακερματίζουν την σημερινή κοινωνία της Τουρκίας είναι χιλιάδες, ίσως και εκατομμύρια Τούρκοι οι οποίοι κρυφά – με χίλιες δυο προφυλάξεις αναζητούν τις ρίζες τους και πολλοί από αυτούς φτάνουν μέχρι και το σημείο να αλλαξοπιστήσουν και να γυρίσουν στον χριστιανισμό, βαπτίζονται και γίνονται κρυπτοχριστιανοί. Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με την πορεία προς την ανεξαρτησία των Κούρδων και της διεκδίκησης πολιτικού ρόλου από τους Αλεβίτες Τούρκους δημιουργεί ένα μεγάλο μωσαϊκό έτοιμο να σπάσει…

Μέχρι σήμερα όλα αυτά γίνονται κρυφά γιατί το φασιστικό καθεστώς του κεμαλισμού δεν άφησε ποτέ τους λαούς της Μ. Ασίας αλλά και τους λεγόμενους Τούρκους να εκφραστούν ελεύθερα και να έχουν το δικαίωμα του πολιτικού και θρησκευτικού αυτοπροσδιορισμού. Τώρα που το καθεστώς βρίσκεται στην κατάρρευση του μετεξελίχθηκε σε νεοθωμανικό για να μπορέσει να συνεχίσει να έχει υπόδουλες όλες αυτές τις δυνάμεις που συνθέτου το σώμα της τουρκικής κοινωνίας.

Κάθε φωνή ενάντια στον νεοοθωμανισμό και στην επέκτασή του προς την Βαλκανική είναι μια φωνή υπέρ της δημοκρατίας και της αυτοδιάθεσης τω ν λαών της Μικράς Ασίας. Όποιος συμπλέει με αυτό το καθεστώς και εξυπηρετεί τα επεκτατικά του σχέδια δεν είναι απλά εχθρός της Ελλάδας, αλλά συνεργάτης ενός φασιστικού αιματοβαμμένου καθεστώτος. Γι’ αυτό πολλοί όταν μας ρωτάνε γιατί χαρακτηρίζουμε «Γιορτές Οθωμανικής Μνήμης» και «κινήσεις αναβίωσης του νεοθωμανισμού» τις πράξεις των ντόπιων φερέφωνων του προξενείου της Κομοτηνής εξηγούμε ότι ακόμη και οι ίδιοι οι Τούρκοι είναι υπόδουλοι αυτού του καθεστώτος και όποιος θέλει να λέγεται δημοκράτης και προοδευτικός δεν μπορεί να είναι συνεργάτης τους. Για παράδειγμα η παράδοση του Οτσαλάν – τέτοιες ημέρες ήταν - από την κυβέρνηση της αριστερής εθνικοφροσύνης στους σφαγείς της Άγκυρας τι ήταν, μια πράξη προοδευτισμού; Ήταν μια πράξη παράδοσης ενός σφαγέα; Αν είναι έτσι τότε και η παράδοση του Ρήγα Φεραίου από τον Μέτερνιχ στους Οθωμανούς ήταν μια πράξη δημοκρατική. Κάνουμε λάθος; Ας μας απαντήσουν οι μασκαρεμένοι προοδευτικοί της Καβάλας!

Μερικοί βιάζονται να μας κατηγορήσουν ότι δρούμε ως εθνικιστές, σωβινιστές και ακραίοι επειδή υψώνουμε φωνή στα επεκτατικά σχέδια του φασιστικού καθεστώτος της Τουρκίας. Μα αν είναι έτσι και έχουν δίκιο τότε οι βουλγαρογραμμένοι συμπολίτες μας και οι γερμανοτσολιάδες στην γερμανική κατοχή ήταν πολύ άνθρωποι  ρεαλιστές  – διεθνιστές εκείνης της εποχής – οι οποίοι  είχαν ως αποκλειστικό σκοπό την ανάπτυξη του τόπου και την αποφυγή του πολέμου!!! Ακριβώς το ίδιο είναι τα πράγματα και σήμερα όταν μας ζητάνε να δεχθούμε το δέλεαρ της «ανάπτυξης με τουρκικά κεφάλαια»… Είναι σαν να μας λένε «παραβλέψτε την ιστορία, ξεχάστε ότι το κεμαλικό καθεστώς είναι φασιστικό και αφήστε να τους υποδεχθούμε με ανοιχτές αγκάλες». Αλήθεια αυτή η στάση πόσο απέχει από την στάση μερικών εκατοντάδων «ελλήνων» που βγήκαν στους δρόμους της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας να υποδεχθούν τα χιτλερικά στρατεύματα;

Στο Θούριο του ο Ρήγας Φεραίος έγραφε στην προτελευταία στροφή:
Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.

Ο Ρήγας δε ξεχώριζε Ρωμιούς και Τούρκους, χριστιανούς και μουσουλμάνους γι’ αυτό και σε ένα άλλο σημείο σημειώνει:

Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμαστ' αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή.

Επίσης:

Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι αμέτρητοι άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά αφορμή

Επειδή όμως από τότε υπήρχαν οι «ρεαλιστές» και οι προσκυνημένοι στον οθωμανισμό, γι’ αυτό ο Ρήγας καλούσε τους υπόδουλους να κάνουν έναν όρκο στο Θεό λέγοντας:
Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.


Καλό είναι οι προσκυνημένοι να μην μας λένε ότι για να έρθουν τούρκοι τουρίστες στην Καβάλα και να γεμίσουν τα μαγαζιά πρέπει πρώτα να προσκυνήσουμε και εμείς τον Τούρκο πρόξενο της Κομοτηνής. Εμείς τους θέλουμε τους Τούρκους τουρίστες αλλά όχι ως αντάλλαγμα για την υποταγή μας στον Οθωμανισμό. Τους θέλουμε ως φίλους που μας αγαπάνε και τους αγαπάμε. Γι’ αυτό σήμερα η υποστήριξη στους Κούρδους και η άρνηση της υποταγής στα σχέδια ξένων και ντόπιων Οθωμανών δεν είναι πράξη εθνικισμού ή οτιδήποτε άλλο, αλλά πράξη δημοκρατίας και αλληλεγγύης στους σκλαβωμένους λαούς της Μ. Ασίας, Τούρκους, Κούρδους, Αρμένιους, Ασσύριους και πολλούς άλλους.

Πάνω απ’ όλα είμαστε πατριώτες και αγαπάμε την πατρίδα μας, γι’ αυτό και θέλουμε να έχουν μια ελεύθερη πατρίδα και αυτοί οι λαοί που δεν ευτύχησαν στις αρχές του περασμένου αιώνα να δουν το όνειρό τους να γίνεται πραγματικότητα. Δεν μας ενδιαφέρει αν είναι χριστιανοί ή μουσουλμάνοι, το σημαντικό είναι να είναι ελεύθεροι και να σέβονται την ελευθερία του άλλου. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.


Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

Για το θεαθήναι


Υποστηρίζουν μερικοί ότι τα όσα συνέβησαν στην Αίγυπτο και στις άλλες χώρες της βορείου Αφρικής δεν έχουν καμία σχέση με τα συμβαίνοντα στην Ελλάδα και ότι απέχουμε πολύ ακόμη από το να δούμε σκηνές εξέγερσης. Θα συμφωνήσουμε μαζί τους. Οι Έλληνες δεν είναι τόσο απελπισμένοι για να βγουν στους δρόμους γι’ αυτό και πιο εύκολα χειραγωγούνται. Εδώ τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, μέσα στην δομή της κοινωνίας αλλά και στην ψυχολογία του Έλληνα…

Για παράδειγμα πριν από δέκα μήνες είχαμε πέντε άτομα νεκρά από την πυρπόληση του υποκαταστήματος της ΜΑΡΦΙΝ στην Σταδίου και το θέμα πέρασε χωρίς καμία αντίδραση, ενώ σήμερα ξεσηκωνόμαστε για τα διόδια με το σύνθημα ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ. Πόσο όμως αυτή η τόσο καλά μεθοδευμένη αντίδραση του ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ είναι μια πραγματική γροθιά σε όλη αυτή τη μεθόδευση της αποδόμησης της κοινωνίας και των οικονομικών σχέσεων και όχι μια αντίδραση απλά και μόνο εκτόνωσης; Δεν πληρώνεις τα 20 ή 30 ευρώ των διοδίων αλλά πληρώνεις πολλά περισσότερα…

Το ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ είναι σαν το ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ. Στις τελευταίες δημοτικές και περιφερειακές εκλογές δημοτικοί και περιφερειακοί άρχοντες εκλέχθηκαν από το 25% των ψήφων καθώς το 50% και κάτι παραπάνω του εκλογικού σώματος δεν πήγε να ψηφίσει, ωστόσο αυτή η αποχή δεν άλλαξε το αποτέλεσμα. Χθες λοιπόν ΔΕΝ ΨΗΦΙΣΑ, σήμερα ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ και αύριο τι; Ποιο είναι το επόμενο ΔΕΝ που θα βγει από τα εργαστήρια της εκπόνησης μεθόδων πολιτικών χειραγώγησης των μαζών;

Νομίζουμε ότι είναι σαφές το τι θέλουμε να επισημάνουμε. Ο παλαιός κόσμος καταρρέει και μια νέα τάξη πραγμάτων αναδύεται, έννοιες όπως συμμετοχή, έλεγχος, ευθύνη και απολογία θα είναι άγνωστες, αφού οι οικονομικές δυνάμεις, - στην παρούσα χρονική στιγμή – και οι πολιτικές αύριο, θα γίνουν απρόσωπες και απρόσιτες. Το μέλλον είναι εδώ και είναι πολύ πιο μαύρο απ’ ό,τι το περιμέναμε. Στην πρώτη φάση η Μεσόγειος φλέγεται και δεν θα είναι καθόλου περίεργο η πυρκαγιά να μεταλαμπαδευτεί και στην Ευρώπη, μόνο που εδώ μια εξέγερση δεν μπορεί να έχει αυτά τα χαρακτηριστικά για να είναι επιτυχής...

Η αντίδραση μας θα είναι σύμφωνα με τις υποδείξεις ή θα είναι μια πραγματική ανατροπή δομών και εξουσιών; Αυτό είναι ένα ερώτημα βασικό που ακόμη δεν το έχουμε απαντήσει. Μπορεί να συμμετέχουμε, στα συλλαλητήρια, τι απεργίες, τις κινήσεις αντίδρασης – όπως το ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ – αλλά αυτά είναι ένα άλλοθι πρώτα απ’ όλα για να πείσουμε τον εαυτό μας ότι κάτι κάνουμε για να μην δεχθούμε αμαχητί το αποτέλεσμα. Δυστυχώς όμως όλα αυτά δεν συνιστούν ανατροπή αλλά μπαλωθιές στον αέρα. Η αβάσταχτη ελαφρότητα της αντίδρασης, γιατί ακόμη και αυτή είναι δομημένη στα πολιτικά δεδομένα που φεύγουν και όχι αυτά που έρχονται…

Φύλλο πορείας


Βρισκόμαστε στο χειρότερο σημείο των τελευταίων 60 χρόνων, όχι τόσο από την άποψη του επιπέδου της ευημερίας όσο από την απουσία μιας ελπίδας που θα συνεγείρει τον εσωτερικό μας κόσμο και θα εκκολάψει δράση ικανή να σηκώσει τα μαύρα σύννεφα που έχουν μαζευτεί στον ορίζοντα. Το επίπεδο της ζωής μας είναι πολύ ανώτερο, όσον αφορά τα υλικά αγαθά, απ’ ό,τι ήταν την δεκαετία του ’50 ή την δεκαετία του ’60. Ωστόσο είμαστε και νοιώθουμε φτωχότεροι. Και δεν είναι μόνο το δημόσιο χρέος που μας έχει γονατίσει, δεν είναι η σκληρή οικονομική πολιτική που μας έχει σπάσει το ηθικό, δεν είναι ούτε καν η πώληση της δημόσιας γης που μας έχει οδηγήσει σε παράκρουση… Περισσότερο από ποτέ άλλοτε είναι η απουσία ενός οράματος, μιας πολιτικής πρότασης που θα λειτουργήσει αναγεννητικά. Όσο χαμηλά και να πέσει ένα έθνος, ακόμη και να σκλαβωθεί, δεν θα αργήσει να αναζητήσει την ανάταση εφόσον έχει ελπίδα. Αυτή είναι η κινητήρια δύναμη και η αντίσταση στην ισοπέδωση που φέρνει η υποδούλωση. Ασχέτως αν επιχειρείται ένας βίαιος εκσυγχρονισμός του ελληνικού κράτους – πράξη αναγκαία για να διορθωθούν τα κακώς κείμενα – η ουσία είναι ότι η οικονομία και η πολιτική της χώρας είναι υποταγμένες στους δανειστές μας.

Αν δεν υπήρχε αυτός ο συνασπισμός της Διεθνούς των κεφαλαιοκρατών ίσως να μην είχαμε φτάσει σε αυτή την κρίση του χρέους και αν δεν υπήρχε το χρέος ίσως να μην είχαμε φτάσει στην υποδούλωση. Ωστόσο φτάσαμε, είμαστε πεσμένοι μέσα σε ένα πηγάδι ή αν προτιμάται χαμένοι, χωρίς αίσθηση προσανατολισμού και χωρίς πυξίδα σε μια άνυδρη έρημο. Βαδίζουμε χωρίς να γνωρίζουμε που πάμε και επιπλέον κουβαλάμε και ένα χρέος στην πλάτη μας. Πόσο θα αντέξουμε;

Ζούμε ως λαός μια τεράστια εσωτερική αναμέτρηση με τις αδυναμίες του παρελθόντος μας και με μια εξωτερική δύναμη ικανή να μας σύρει στα σκλαβοπάζαρα. Συλλογική λύση – που θα ήταν ευχής έργο να υπάρχει, δεν υπάρχει – ο διανοούμενος που θα έδειχνε μια πορεία και ο πολιτικός ηγέτης που θα αναλάμβανε να οδηγήσει το λαό σε μια όαση δεν υπάρχει. Οπότε πορευτούμε τουλάχιστον ως άτομα με γνώμονα το κοινό συμφέρον, χωρίς να ραγίσει η κοινή ταυτότητα και χωρίς να χαθεί η κοινή πορεία μας. Να κλείσουμε την τηλεόραση, να διαβάσουμε του κλασικούς της σκέψης και να μελετήσουμε τους δημιουργούς της δεκαετίας του ’30 (από Κόντογλου και Τσαρούχη μέχρι Σεφέρη και Πεντζίκη και από Θουκυδίδη μέχρι Κονδύλη), να παλέψουμε με τις αδυναμίες μας, να δώσουμε νόημα στη ζωή μας, να αναζητήσουμε ένα δρόμο που θα δίνει ελπίδα και τότε όπως οι σταγόνες ενώνονται για να δώσουν την ζωογόνο βροχή, έτσι και εμείς θα συναντηθούμε αυτεξούσιοι και γνώστες της παράδοσης και της ιστορίας μας για να σχηματίσουμε ένα μεγάλο ποτάμι. Αφού δεν μπορούμε να αλλάξουμε τα δεδομένα ας γεωργήσουμε το χωράφι που έχει ο καθένας μέσα του και κάπου εκεί θα συναντηθούμε και πάλι με παλιούς φίλους για να δώσουμε τον αγώνα. Η υποδούλωση ξεκινάει από τους τηλεοπτικούς δέκτες και τελειώνει στον καναπέ, αυτά είναι τα όρια της «ελευθερίας» που μας έχουν επιβάλει.

Σεβασμιότατος μητροπολίτης Φ.Ν.Θ. κ. Προκόπιος: Υπό οθωμανική απειλή βρίσκεται η Καβάλα


Σκληρές αιχμές στην χθεσινοβραδινή του ομιλία για όσους εξυπηρετούν με τη δράση τους τον πανισλαμισμό, υπονοούμενα για Μουσείο Καπνού, Ιμαρέτ και Ινστιτούτο Μοχάμεντ Άλι

Ερωτήματα, απορίες, αναφορές σε γεγονότα  και διαπιστώσεις για την δράση του Τουρκικού προξενείου στην Κομοτηνή, για τον εκτουρκισμό της Θράκης, την ενσωμάτωση της Καβάλας στα νεοθωμανικά επεκτατικά σχέδια αλλά και την οργάνωση μουσουλμανικής μειονότητας στην Καβάλα διατύπωσε στην χθεσινοβραδινή του ομιλία, στην αίθουσα εκδηλώσεων της μητρόπολης, ο σεβασμιότατος μητροπολίτης Φ.Ν.Θ. κ. Προκόπιος. Πιο συγκεκριμένα ο κ. Προκόπιος μίλησε με θέμα τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας ξεκινώντας από τις απαρχές της ίδρυσης του Χριστού Εκκλησίας και φθάνοντας μέχρι τις ημέρες μας. Με πυκνές και μεστές νοήματος αναφορές σε λόγια του Ιησού Χριστού, γραφές των αγίων Αποστόλων και Πατερικά Κείμενα ο κ. Προκόπιος σκιαγράφησε τις σχέσεις της Εκκλησίας με την Πολιτεία και πως αυτές προσδιορίζονται. Δεν ταυτίζονται, υπάρχουν διακριτά όρια, αλλά συνεργάζονται, συνδράμουν η μία την άλλη για το κοινό καλό και συνυπάρχουν αρμονικά μέσα από τους διακριτούς ρόλους που έχουν επωμιστεί, η μεν Εκκλησία για την διαχείριση των θεμάτων που βρίσκονται πέραν του κόσμου τούτου και η Πολιτεία των θεμάτων του κόσμου τούτου, αυτά είναι εν ολίγοις τα στοιχεία που διαμορφώνουν το πλαίσιο που προσδιορίζει τις μεταξύ τους σχέσεις. Επίσης με αναφορές σε ιστορικά γεγονότα, νομοθετικές ρυθμίσεις από την εποχή του Ιουστινιανού μέχρι σήμερα αλλά και με πολλά στοιχεία της τρέχουσας επικαιρότητας ο κ. Προκόπιος διαμόρφωσε εκείνο το πλέγμα απόψεων και στοιχείων που συνδιαμόρφωσαν τις μεταξύ τους σχέσεις με τρόπο αρμονικό, χωρίς βέβαια αυτό να είναι πάντα ευκταίο. Επίσης ο κ. Προκόπιος τράβηξε μια σαφή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην θεώρηση των πραγμάτων από την πλευρά της Ορθόδοξης Εκκλησίας από την μία πλευρά και του Καισαροπαπισμού από την άλλη που έχει δώσει πλείστα όσα παραδείγματα εκκοσμίκευσης και άσκησης πολιτικού ρόλου.

Επίσης ο κ. Προκόπιος καταδίκασε τις πρακτικές να μετατρέπεται ο άμβωνας στην διάρκεια της θείας λειτουργίας σε πολιτικό βήμα, γιατί διαταράσσεται η μυσταγωγία της αλλά υπερασπίστηκε το δικαίωμα της Εκκλησίας και της Ιεραρχίας ειδικότερα να έχει λόγω για τα θέματα της κοινωνίας αλλά πρώτα και κύρια για τα εθνικά θέματα, κινήσεις διάβρωσης της ορθόδοξης πίστης, της εθνικής ταυτότητας και της παράδοσης. Όπως τόνισε το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα υπήρξαν συγκεκριμένα γεγονότα που σκοπό είχαν να διαλύσουν το ελληνικό έθνος, να το υπονομεύσουν και να το αλλοτριώσουν, κατόπιν επιταγών ξένων και σκοτεινών κέντρων. Μάλιστα αναφέρθηκε και σε κείμενα σχετικά των προθέσεων τα οποία δημοσιοποιήθηκαν και στην συνέχεια διαψεύστηκαν, η ορθότητα τους όμως επιβεβαιώθηκε από τα γεγονότα όπως η αλλοίωσης της παράδοσης, το μονοτονικό σύστημα και η αλλοτρίωση της ελληνικής γλώσσας και πολλά άλλα. Ιδιαίτερα στάθηκε σε κινήσεις που στόχο είχαν να βάλουν το κύρος της εκκλησίας και να την απομονώσουν από την κοινωνία (αλλαγές στο μάθημα των θρησκευτικών) καθώς και τον επανακαθορισμό ιστορικών γεγονότων και ως παράδειγμα επικαλέστηκε δηλώσεις της κ. Ρεπούση, τα νέα σχολικά βιβλία ιστορίας και την σειρά του ΣΚΑΙ για το 1821.

Επίσης αναφέρθηκε στην παραχάραξη της ιστορίας από τους σκοπιανούς και τις απειλές που δέχεται η χώρα μας τόσο από τους Τούρκους όσο και από τους μουσουλμάνους γενικότερα εντάσσοντας το μεταναστευτικό στην υπηρέτηση των στόχων του πανισλαμισμού – διευκρινίζοντας ότι αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τους αντιμετωπίζουμε ως ανθρώπους εικόνες του Θεού - και της μουσουλμανοποίησης της Ευρώπης. Ειδικότερα για την Θράκη αναφέρθηκε στις κινήσεις τουρκοποίησης όλων ανεξαιρέτως των μουσουλμάνων και στις κινήσεις του Τουρκικού Προξενείου που προσβάλουν το ελληνικό κράτος και αναδεικνύουν το ερώτημα για το ποιος κυβερνάει στη Θράκη;

Τέλος ιδιαίτερη αναφορά έγινε από τον κ. Προκόπιο στα σχέδια ένταξης της Καβάλας στα νεοθωμανικά σχέδια της Άγκυρας αναφερόμενος στις γιορτές Οθωμανικής Μνήμης κατά το μήνα Οκτώβριο (θέμα το οποίο ανέδειξε μονάχα η εφημερίδα ΧΡΟΝΟΜΕΤΡΟ) και στο Οθωμανικό παρελθόν της Καβάλας έτσι όπως δρομολογήθηκε από το Μουσείο Καπνού και το Δήμο Καβάλας. Σε αυτό το πλαίσιο όπως είπε εντάσσεται και η οργάνωση της μουσουλμανικής κοινότητας της Καβάλας,  των αιγύπτιων αλιεργατών με διάφορα σεμινάρια και εκδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα στο  ξενοδοχείο Ιμαρέτ με πρωτοβουλία του Ινστιτούτου Μωχάμεντ Αλι. Επίσης αναφερόμενος στην θυσία του γουρουνιού στην είσοδο του τζαμιού της Παλιάς Μουσικής σημείωσε ότι είναι μια πράξη αποτρόπαια η οποία ασχέτως αν είναι από φανατικούς ή εξυπηρετεί σκοπιμότητες εκείνο που επιτυγχάνει είναι να δούμε το μνημείο από ένα άλλο μάτι, αυτό του μουσουλμανικού χώρου λατρείας. Τέλος αναρωτήθηκε αν ανάλογα ποσά που ξοδεύτηκαν για την ανακαίνιση του έχουν δαπανηθεί για άλλο μνημείο της Νεάπολης του Αποστόλου Παύλου ή τους Φιλίππους ή την Χριστούπολη των Βυζαντινών.


Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Οι αμνοί και οι λύκοι

Παρακολουθούμε εδώ και εβδομάδες τον διάλογο που έχει ανοίξει στο διαδίκτυο με αφορμή την σειρά του ΣΚΑΙ για την ελληνική επανάσταση του 1821. Απ’ όλους υπάρχουν επιχειρήματα, στοιχεία και σκέψεις που προσπαθούν να στηρίξουν την μία ή την άλλη άποψη. Ξεκαθαρίζουμε ότι δεν μπορούμε να τον παρακολουθήσουμε αυτόν τον διάλογο γιατί πιστεύουμε ότι οδηγεί σε αδιέξοδο. Σε τελική ανάλυση δεν έχει και πολύ σημασία αν στην άλωση της Τριπολιτσάς, οι Τούρκοι παζάρευαν την ατομική τους ελευθερίας ή αν στο πάρσιμο του κάστρου της Μονεμβασίας δεν τηρήθηκε από τους Έλληνες επακριβώς η συμφωνία εκεχειρίας με τους εγκλωβισμένους Τούρκους. Όταν ένας λαός για τετρακόσια χρόνια έχει υποστεί τα πάνδεινα, από ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια μέχρι παιδομάζωμα και αγοροπωλησίας στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής – γεγονότα που αποσιωπήθηκαν - ποιά «ανθρωπιστική λογική» και ποιόν σεβασμό των κανόνων του fire play μπορεί να απαιτήσει κανείς;

Οι πεινασμένοι, οι πένητες, οι πλάνητες και σε πολλές περιπτώσεις ανέστιοι της ελληνικής επικράτειας πήραν τα όπλα και ξεσηκώθηκαν χωρίς να καταλαβαίνουν τίποτα πέρα από το δίκαιο του αγώνα τους. Ήταν ένας αγώνας για να την ανθρώπινη αξιοπρέπεια γι΄ αυτό και υπήρχε τόση αγανάκτηση και τόσο μίσος για τον κατακτητή…

Το κακό με την Ιστορία είναι ότι όταν τα γεγονότα περνάνε από την πραγματική ζωή στην κρίση της επιστήμης υπάρχει σημαντική χρονική απόσταση. Αυτό εμποδίζει τον αναγνώστη του μέλλοντος έστω και να υποψιαστεί τον πόνο, την αγανάκτηση και το πάθος που οδηγεί τις πράξεις των ανθρώπων. Επιπλέον κρίνει ανθρώπους και καταστάσεις άλλων εποχών υπό του πρίσμα του σήμερα. Μην πάμε μακριά, μπορεί κανείς σήμερα να σκεφτεί μέσα από ποιες διαδρομές της σκέψης, μόλις πριν 55 χρόνια ένας άνθρωπος εκείνης της εποχής παρατούσε την οικογένειά του, την όποια ασχολία  του για να βγει στο βουνό να πολεμήσει τους γερμανούς; Ποιος θα άφηνε την βόλεψη του για να κοιμάται πάνω στα χιόνια και να τρώει ρίζες και χόρτα, να περπατάει για μέρες νηστικός και να πολεμάει με πενιχρά μέσα; Ποιος μπορεί να μπει σήμερα στα εσώτερα εκείνων των ανθρώπων;

Γι΄ αυτό λοιπόν δεν μπορούμε να αποδεχθούμε αυτό το διάλογο. Ωστόσο δεν μπορούμε να μην σταθούμε στο γεγονός ότι με ένα ωραίο και ελκυστικό περιτύλιγμα πλασάρονται από ένα ενημερωτικό μέσο με κύρος, οι πιο αντιδραστικές και οπισθοδρομικές απόψεις οι οποίες έχουν ένα και μόνο σκοπό, την αποδόμηση των εθνών και την αποκαθήλωση των ηρώων.

Όποιος μελετάει την ορθόδοξη γραμματεία και τα πατερικά κείμενα ένα από τα πρώτα μαθήματα που παίρνει είναι ότι ο άνθρωπος είναι ικανός τόσο για το καλό όσο και για το κακό. Μπορεί να έχει κλέψει, μπορεί να έχει σκοτώσει, μπορεί να έχει κάνει τα πάντα, αλλά έρχεται μια στιγμή μεγαλείου που πρέπει να πάρει μια μεγάλη απόφαση, να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να δώσει την μεγάλη μάχη για την πίστη του και τον νοητό ήλιο της Δικαιοσύνης. Είναι εκείνη η στιγμή που η ανθρώπινη φύση ανυψώνεται προς το Θεό και συγχωρούνται τα πάντα.

Τι ήταν λοιπόν οι ήρωες του 1821; Άνθρωποι με αδυναμίες και πάθη, τα οποία όμως σβήστηκαν μονοκονδυλιά από την στιγμή που πρόσφεραν την ίδια τους την ζωή για την ελευθερία. Τι περισσότεροι από νάνοι είναι όλοι αυτοί που μηρυκάζουν το αν η Μπουμπουλίνα χρηματίζονταν για να σώσει τους Τούρκους ή αν ο Υψηλάντης ήταν καχεκτικός κα τραυλός; Και εμείς πρόβατα που τρώμε κουτόχορτο που καθόμαστε και ζυγίζουμε έναν αγώνα ηρώων με την αβάσταχτη ελαφρότητα μιας τηλεοπτικής σειράς, δούρειου ίππου της νεοταξικής πραγματικότητας του Μεγάλη Αδελφού. Είμαστε ευτυχείς με την νέα παραγωγή του ΣΚΑΙ ως μια ευκαιρία να πέσουν οι μάσκες των αμνών για να φανούν οι λύκοι που κρύβονται από πίσω.

Ζήτημα προσωπικής ευθύνης

Όσο και να θέλεις κανείς να είναι ψύχραιμος απέναντι στα όσα συμβαίνουν, φτάνει κάποια στιγμή που αγανακτεί και δεν μπορεί να μην φωνάξει το «φτάνει πιά»! Απέναντι σε ποιόν όμως να το φωνάξει, στους κυβερνώντες, τους γύρω του ή στον ίδιο του τον εαυτό; Υπάρχει εκείνη η ικανή ποσότητα αυτογνωσία για να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε το πόσο συνείσφερε ο καθένας,  από εμάς στο φτάσουμε σε αυτό το σημείο; Είτε ήμασταν συνένοχοι – οπότε τα φάγαμε μαζί – είτε ήμασταν απλοί θεατές και ανεκτικοί απέναντι σε παράλογες καταστάσεις, σε όλους μας υπάρχει μερίδιο ευθύνης. Μιας ευθύνης η οποία πρώτα απ’ όλα έχει χαρακτηριστικά ηθικής τάξης.

Πρώτα απ΄ όλα η ευθύνη που έχουμε ως ελεύθερα και ανεξάρτητα άτομα τα οποία οφείλουν να επικοινωνούν, να ανταλλάσουν απόψεις και να δρουν τόσο ατομικά όσο και συλλογικά για το καλό της κοινότητας που ανήκουν.

Το δεύτερο είναι ότι έχουμε μια σημαντική ευθύνη απέναντι στο έργο που μας έλαχε να διαχειριστούμε… Κατά πόσο δηλαδή ο καθείς ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις που ανέλαβε και κατά πόσο έφερε εις πέρας το έργο που του αναλογούσε απέναντι στην κοινωνία; Σε όποια θέση κι αν ήταν, σημαντική ή λιγότερο σημαντική, κατά πόσο είχε συναίσθηση ότι και αυτός συμβάλει στο να λειτουργήσουν καλύτερα και αποτελεσματικότερα οι μηχανισμοί του κράτους έτσι ώστε να παράγουν το επιθυμητό αποτέλεσμα;

Πως είναι όμως δυνατό ένας λαός που για 400 χρόνια περίπου, έμεινε έξω από τον ιστορικό χρόνο να μπορεί να καλύψει τον χαμένο έδαφος χωρίς να έχει συναίσθηση αυτής της οπισθοδρόμησης και το αίσθημα της ευθύνης απέναντι στις γενιές που ακολουθούν; Και φυσικά αντί ο στόχος να είναι η κάλυψη αυτής της απώλειας, αφεθήκαμε σε ατραπούς που μας οδήγησαν σε καταστάσεις αλλοίωσης, της ταυτότητας και της σχέσης μας με την παράδοση και τελικά ως κατάληξη το μόνο που μας περίμενε στο τέλος αυτού του δρόμου, ήταν η απώλεια και της ίδιας της αξιακής κλίμακας. Γι’ αυτό σήμερα το μεγάλο έλλειμμα δεν είναι οι μηχανισμοί ελέγχου και η ύπαρξη της αυστηρής νομοθεσίας αλλά η απουσία του συναισθήματος ευθύνης, η ηθική κατάπτωση που εκφράζεται με τον γνωστό «έλα, και τι έγινε μωρέ;».

Γι’ αυτό γινόμαστε μάρτυρες πρωτοφανών καταστάσεων που κανείς δεν δείχνει να είσαι σε θέση να αντιδράσει. Τα αντισώματα απέναντι στην ανομία και την αταξία είναι σε τέτοιο πλήθος που μπορούν οι λεγόμενοι πολίτες αυτής της χώρας να ανεχτούν και γιατί όχι να δικαιολογήσουν οποιαδήποτε ανήθικη πράξη.

Πως μπορεί όμως να ανατραπεί αυτή η κατάσταση αν δεν υπάρξει η αναδιατύπωση μιας αξιακής κλίμακας και η καλλιέργεια μια ηθικής διάστασης σε κάθε πράξη; Γιατί κάθε ενέργεια δεν μπορεί να κρίνεται μόνο από το πόσο αποτελεσματική είναι – αυτό μπορεί να είναι χαρακτηριστικό μόνο ενός μηχανιστικού συστήματος και όχι μιας κοινωνίας ανθρώπων – αλλά να ενέχει και το στοιχείο της ανάληψης της ηθικής ευθύνης απέναντι στις συνέπειες που έχει η κάθε ατομική ή συλλογική μας απόφαση.

Ιστορίες από τα παλιατσίδικα

Μαθήματα ιστορίας δεν είναι στις προθέσεις μας να παραδώσουμε αλλά δεν μπορεί κανείς να προσεγγίζει το ζήτημα του έθνους σήμερα, χωρίς να ανατρέξει πίσω στο χρόνο. Η πρώτη διαπίστωση αυτής της αναδρομής είναι το γεγονός ότι η εθνογέννεση ήταν μια πράξη απελευθέρωσης των λαών απέναντι στους δυνάστες τους. Από την γαλλική επανάσταση και την ανατροπή της βασιλείας μέχρι τις εσχατίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας κάθε καταπιεσμένος λαός επιζητούσε τον δικό του χώρο και το δικό του μερίδιο στην ιστορία, με σαφή όρια ταυτότητας. Αυτή ήταν η δύναμη που κίνησε την ιστορία για να περάσουμε από τον πολυεθνικό χυλό των αυτοκρατοριών στα εθνικά κράτη. Σε εκείνη την συγκεκριμένη χρονική περίοδο ήταν ότι πιο προοδευτικό είχε να παρουσιάσει η διανόηση, καθώς με αυτό τον τρόπο μπορούσαν να δημιουργηθούν οι βάσεις για την μετάβαση σε ένα μηχανισμό κράτους έτσι ώστε να εξασφαλιστούν η ασφάλεια, η ευημερία και η πρόοδος για όλους τους πολίτες.

Αυτή η πορεία δεν ήταν αναίμακτη και στην πορεία κάποιοι λαοί δεν τα κατάφεραν να αποκτήσουν το δικό τους έθνος – κράτος και ο αγώνας τους αιματοκυλίστηκε. Όσοι αποφάσισαν να ξεσηκωθούν και να διεκδικήσουν ένα ελεύθερο έθνος – κράτος είχαν ως σύμμαχο και μια αστική τάξη η οποία διέθετε αστική συνείδηση. Μια τάξη η οποία μετά την απελευθέρωση έγινε κυρίαρχη και άρχουσα. Αυτό λειτούργησε θετικά καθώς μια στιβαρή και δυνατή αστική τάξη εξασφάλιζε μια καλή λειτουργία του πολιτεύματος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και ένα επίπεδο δικαιωμάτων για όλους, το οποίο ήταν υπολογίσιμο. Αποτέλεσμα αυτού και των μηχανισμών ελέγχου που αναπτύχθηκε ήταν να φτάσουμε στο να υπάρχουν στον δυτικό κόσμο ευνομούμενες πολιτείες που πρόσφεραν συνθήκες ουσιαστικής ανάπτυξης των κοινωνιών τους.

Αναγκαζόμαστε να θυμίσουμε όλα αυτά, εν συντομία, γιατί σήμερα βρισκόμαστε σε μια φάση μετάβασης. Από την στιγμή που το κεφάλαιο έχασε σταδιακά τα εθνικά του χαρακτηριστικά και έγινε παγκόσμιο έχει ξεκινήσει αντίστοιχα μια συστηματική προπαγάνδα κατά του έθνους και γενικότερα κατά του κράτους και η προοπτική που προσφέρεται είναι μια παγκόσμια διακυβέρνηση η οποία φαντάζει για τους πολίτες σαν ένας εφιάλτης από το μέλλον, Ένα καθεστώς  χωρίς μηχανισμούς ελέγχου και χωρίς να υπάρχει κοινό σημείο αναφοράς, είναι αυτό που επιχειρούν να πλασάρουν να μια νέα τάξη πραγμάτων. Ετερόκλητες δυνάμεις, ξεκινώντας από το χώρο του νεοφιλελευθερισμού και φτάνοντας μέχρι το χώρο του αναρχισμού συνασπίζονται σε ένα αγώνα δήθεν υπέρ της «ανθρωπότητας» όπου τελικά ο μόνος που βάλλεται δεν είναι η εκμετάλλευση του ανθρώπου αλλά ο μηχανισμός του έθνους κράτους, τον οποίο θέλουν να πετάξουν στο παλιατζίδικο της Ιστορίας. Στην παρούσα χρονική συγκυρία όμως το έθνος – κράτος είναι το μόνο υπαρκτό καταφύγιο για κάθε θιγόμενο πολίτη από τη νέα τάξη πραγμάτων, όσο κι αν τα παπαγαλάκια τραυλίζουν το αντίθετο.

Υποστηρίζουν μεταξύ άλλων οι πολέμιοι ότι η έννοια του έθνους είναι ένας μύθος και μάλιστα κατασκευασμένος. Μπορεί να είναι και έτσι, ωστόσο αν δούμε ιστορικά την εξέλιξη του ανθρώπου οι μύθοι κίνησαν την ιστορία από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Οι μύθοι γέννησαν τις συνεκτικές κοινωνίες και αυτές έγιναν το καταφύγιο για να ανθήσει η ανθρώπινη σκέψη και η δημιουργικότητα. Να δεχθούμε λοιπόν την αποδόμηση του έθνους αλλά για ένα άλλο σύστημα που θα εξασφαλίζει μια καλύτερη τάξη πραγμάτων και όχι για αποδόμηση – σε τελική ανάλυση – των κατακτήσεων του ανθρώπου.