Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Γεωργία Χιόνη - «Τα Δάκρυα της Πριγκιπέσας»


Γράφει η βιβλιοκριτικός Χρυσούλα Βακιρτζή


Τι είναι Ενετοκρατία και βενετοκρατούμενος; Δύο εποχές και, άρα, δύο νοοτροπίες: την παλιά αυτοκρατορική και πολυεθνική που είχε σ' ένα βαθμό κληρονομήσει και η Βενετία και τη νεότερη εθνική που σταδιακά κέρδισε τις συνειδήσεις οδηγώντας τους πληθυσμούς σε άλλες συσσωματώσεις και σε νέα πολιτικά μορφώματα.
Δύο διαφορετικές κοινωνίες επίσης, την κοινωνία των αρχόντων που βασιζόταν στην κατοχή της γης και την αξιοποίηση του πλεονάσματος που επιτυγχάνουν καλλιεργώντας τη γη, και την κοινωνία του χρήματος που διαρκώς εκχρηματιζόμενη δημιουργεί νέες κοινωνικές ιεραρχίες. Με την παρατήρηση ότι το παλιό διαρκεί πολύ και αναμειγνύεται διαρκώς με το νέο, σε βαθμό που βλέπουμε να διαιωνίζονται μορφές εξουσίας και οικονομίας.
Η μακρά αυτή περίοδος, και οι χώρες στις οποίες αναπτύσσεται συνδέουν την Ανατολή με τη Δύση και μάλιστα τους ελληνικούς (γραικικούς) πληθυσμούς της Οθωμανικής επικράτειας με τη Δύση και την ελληνική ιστορία της Βενετίας. Γιατί βέβαια πρωτεύουσα του ελληνικού κόσμου, εκτός οθωμανικής επικράτειας, είναι η Βενετία σε βαθμό που αυτή η πόλη έχει τη δική της ελληνική ιστορία. Μια άλλη πόλη, ελληνική, μέσα στη Βενετία.
Φυσικά, όπως όλες οι τέχνες, έτσι και η λογοτεχνία δεν έμεινε αμέτοχη και άμοιρη από τούτα τα καίρια ιστορικά χρόνια στην Ελλάδα. Σε ό,τι αφορά την γενιά του '30, όσο και τους μεταγενέστερους συγγραφείς, βλέπουμε τον Άγγελο Τερζάκη να εξιστορεί στην «Πριγκιπέσα Ιζαμπώ», ιστορία, ψυχισμό, πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις που διαμορφώθηκαν κατά τη συγκεκριμένη εποχή. Στα μετέπειτα χρόνια η έξοχη πένα του Γρηγορίου Ξενόπουλου ήρθε να καθιερώσει το αστικό, αθηνοκεντρικό κυρίως, μυθιστόρημα της μεσαίας / μικρομεσαίας κοινωνικής τάξης. Ο ρους των θεσμών, που είχε καθιερωθεί από την εκκλησία, την παράδοση και την πατριαρχική εξουσιαστική θεσμοθετημένη (και παρωχημένη καθημερινή ζωή), αλλάζει πλέον οριστικά στον ελλαδικό χώρο.
Μ' αυτές τις καινούριες, σχεδόν πρόσφατες ακόμη, καταβολές / επιδράσεις, όπως αυτές υπάρχουν - ενυπάρχουν - κατατίθενται στον πρόλογο του σημερινού μας σημειώματος, διάλεξε να βασίσει το νέο βιβλίο της η Γεωργία Χιόνη. Τίτλος του μυθιστορήματος είναι «Τα Δάκρυα της Πριγκιπέσας» (σελ.282, εκδόσεις ΑΛΔΕ) και αποτελείτο δεύτερο μέρος της διλογίας που έγραψε η ίδια συγγραφέας και η οποία μας παραπέμπει στην ιστορική αναδρομή του νησιού της Θάσου. Πάντα με φόντο την ενετοκρατούμενη εποχή και με επίκεντρο τη ζωή σε Πόλη και Βενετοκρατούμενες χώρες της τότε Ευρώπης.
Υπόθεση. Μια περήφανη γυναίκα με πολυκύμαντη διαδρομή στη ζωή της, η Ισαβέλλα, οδηγείται από το πεπρωμένο στις συμπληγάδες της ιστορίας και του έρωτα. Στα χρόνια που ακολούθησαν αμέσως μετά την Άλωση, η δύναμη της αγάπης παρασύρει την Πριγκηπέσα της Θάσου, την ηρωίδα του βιβλίου, Ισαβέλλα, σε δρόμους που ούτε να σκεφτεί ή να φανταστεί μπορούσε.
Ήδη είχε περάσει ένας χρόνος περίπου, από τότε που οι Τούρκοι έδιωξαν αυτήν και την οικογένεια της από τη Θάσο και σ' αυτόν τον διωγμό οι γονείς έχουν πλέον πεθάνει. Η νεαρή κοπέλα προσμετρά την πρώτη της οδυνηρή απώλεια ζωής και συναισθημάτων. Ωστόσο, υπάρχει και μια δεύτερη  - ίσως πολύ πιο οδυνηρή και δραματική - για τη νεαρή κοπέλα.
Και συγκεκριμένα, είναι η δεύτερη απώλεια εκείνο το βράδυ, λίγες μόνο ώρες αφότου εξέπνευσαν οι γονείς της. Κι αμέσως μετά την τελετή του γάμου της νεαρής γυναίκας, στο Κάστρο του Φονιά.
Ακουμπά το λαιμό της, ψηλαφεί το γιακά στο λευκό της φόρεμά. Με οργή κατεβάζει το χέρι της μπροστά στο στήθος της, αρπάζοντας την πουκαμίσα της κι αρχίζει με λύσσα να την τραβάει για να τη βγάλει. Την έσφιγγε, είχε κολλήσει επάνω της και της έκαιγε τη σάρκα. Με το ίδιο φόρεμα που είχε παντρευτεί, με το ίδιο είχε χωρίσει.
Στη Βασιλεύουσα η Ισαβέλλα ξαναβρίσκει την αδελφή της, αποκαταστημένη και εύπορη. Όμως η ζωή αυτή δεν της ανήκει. Και θαρρεί πως τίποτα δεν της ανήκει, καμιά χαρά, καμιά ζωή, αγάπη, έρωτας, από τη στιγμή που ο Αγγελής σκοτώθηκε μπροστά στα μάτια της. Για λίγο έζησε μαζί μ' αυτόν τον άντρα, τον άγνωστο κουρσάρο των αιματοβαμμένων θαλασσών του Αιγαίου.
Η λύπη της είναι μεγάλη. Όσο όμως περισσότερο απομακρύνεται από τη Ραιδεστό, η εικόνα της χιλιοτραγουδισμένης Πόλης την συνεπαίρνει. Έφερνε στο μυαλό της τις περιγραφές που άκουσε από τη Χρυσομάλλω και όλες τις σελίδες που είχε διαβάσει. Πώς θα ήταν άραγε; Η μορφή της αδερφής της και του Αγγελή διέλυσαν κάθε άλλη σκέψη στο μυαλό της.
Συναισθήματα αισιοδοξία την κατακλύζουν. Η ζωή που ήταν μπροστά της και για το μέλλον και αυτήν την αίσθηση την έπαιρνε πλέον από το ήρεμο πρόσωπο του Ρήγα -του ανθρώπου που επέλεξε να είναι για πάντα κοντά της.
Οι γαλέρες και τα άλλα μεσαιωνικά καράβια, καθώς και τα μοναστήρια της εποχής, τη φιλοξενούν στο δρόμο της μεγάλης αναζήτησής της, που είναι στρωμένος με βάσανα, λύπες και εφιάλτες. Το σενάριο της ζωής της διαδραματίζεται ολοένα και πιο πολύπλοκο, συναρπαστικό, θυμίζοντας τη δυναμικότητα της Σκάρλετ Ο' Χάρα, του Όσα Παίρνει ο Άνεμος.
«Τα Δάκρυα» της Γ. Χιόνη, χαρακτηρίζονται σαφώς από μια σαφώς πιο κατασταλαγμένη έκφραση, εξιστόρηση και γραφή, από το την «Πριγκιπέσα» της - το πρώτο μέρος της ιστορικής αυτής διλογίας της Χιόνη,