Πλούτος αλιευμάτων και συναισθημάτων
ή αλλιώς μια πονεμένη ιστορία με κατάληξη το Δ.Ν.Τ.
Όλος ο κάμπος του Νέστου ήταν κάποτε το δέλτα του ποταμού. Από τη μια οι άπειρες διακλαδώσεις του ποταμού έδιναν εξουσία στο νερό και οι ενδιάμεσες νησίδες γης έδιναν τόπο για να αναπτυχθεί το δάσος, του Κοτζά Ορμάν. Σήμερα από το δάσος δεν έχουν μείνει πολλά, τίποτα περισσότερο από μια στενή λουρίδα βλάστησης στις όχθες του ποταμού. Από τις διακλαδώσεις τους νερού έμειναν λίγες χιλιάδες στρέμματα που
σχηματίζουν τα κανάλια και τις λιμνοθάλασσες της Κεραμωτής, του Αγιάσματος και του Ποντολιβάδου. Αυτά μας λέει ο Σταύρος εξηγώντας την ιστορία της περιοχής. Αλλά ας τα άρουμε με τη σειρά. Με την παρότρυνση του Χρήστου ξεκινάμε για μια γνωριμία με τη λιμνοθάλασσα του Ποντολίβαδου και τους ανθρώπους της. Η αρχή γίνεται με τις συστάσεις του Χρήστου ¨όταν έχω σκοτούρες στο μυαλό μου εδώ έρχομαι, η υπέροχη παρέα με τα παιδιά, οι λαχταριστοί μεζέδες και το τσίπουρο, με ανακουφίζουν». Πηγαίνουμε με σκοπό να μιλήσουμε με τους ψαράδες, για τη ζωή τους και τα σχέδια τους. Μόνο που η συνέντευξη ξεκινάει με τον πιο ανορθόδοξο, όπως φαίνεται στην αρχή, αλλά τελικά με τον καλύτερο τρόπο.... Ένα μεγάλο τραπέζι στρωμένο με καβούρια, τσιπούρες, σαλάτες και τσίπουρο μας υποδέχεται. Η λιμνοθάλασσα και οι άνθρωποι της μας συστήνονται με τους καρπούς των κόπων τους. Σπάμε τα καβούρια για να πάρουμε το μεζέ, ¨σπάει¨ και η αμηχανία, αρχίζουν και οι συστάσεις ο Σταύρος, ο Σάκης, ο Στράτος και η Ελένη, αλλά και φίλοι τους που έχουν έρθει για διακοπές από την Αθήνα. Όσο σπάνε τα κελύφη από τα καβούρια, τόσο ξεδιπλώνεται και η συζήτηση. Στην αρχή με ιστορικά στοιχεία της περιοχής, με τρόπου που γίνεται περισσότερο πιο σαφές πως αυτοί οι άνθρωποι δεν βρίσκονται εδώ επειδή απλά έχει ψάρι, αλλά γιατί είναι δεμένοι , ερωτευμένοι με τον τόπο τους. Μιλάνε για τη λιμνοθάλασσα και είναι σαν να μιλάνε για μέλος της οικογένειας τους, γιατί όχι για την ερωμένη τους. Την λατρεύουν, την αγκαλιάζουν, τους δίνει τα πλούτη της και πραγματικά είναι γενναιόδωρο αυτό το δόσιμο, αλλά την ίδια στιγμή μιλάνε με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια για την δική τους, - εντέλει την δική μας - μικρότητα, ανικανότητα γιατί όχι και βλακεία να εκτιμήσουμε αυτό το δόσιμο. Χρήματα πολλά δεν βγάζουν, ψίχουλα γι΄ αυτό και ζουν σαν ασκητές. Ο χώρος που ζουν, κοιμούνται, τρώνε, ξεκουράζονται δεν απέχει και πολύ από το ταπεινό κελί μοναστηριού. Αρχαίοι άνθρωποι της Ανατολής όπως θα έλεγε ο Φώτης Κόντογλου αν τους είχε γνωρίσει. Η λιμνοθάλασσα, το νταλιάνι όπως το λένε, τους δίνει εκατοντάδες τόνους ψάρια, ταϊσμένα από την ίδια φύση και όχι από τον άνθρωπο όπως συμβαίνει στα φθηνά ιχθυοτροφεία. Εδώ το ανακάτεμα του γλυκού με το αλμυρό νερό, η δύναμη της άμπωτης και της παλίρροιας προσφέρουν στα ζωντανά της θάλασσας συνεχώς και αδιάλειπτα το πλούσιο γεύμα. Γι’ αυτό και τα εδέσματα στο τραπέζι μας έχουν αυτή τη νοστιμιά. Ανώτερα και από αυτά της ανοιχτής θάλασσας. Καβούρι, τσιπούρες λαβράκια, κέφαλοι – αυτό το τόσο παρεξηγημένο – είναι η ψαριά τους, τις περισσότερες φορές τα ξαναρίχνουν στο νερό, λόγω μειωμένη ζήτησης… Την ίδια ώρα οι θάλασσες μας αδειάζουν από ψάρι λόγω υπεραλίευσης!!! Αυτά είναι τα παράδοξα, αυτού του τόπου. Τόσο πλούσιος και τόσο φτωχός συνάμα.
Μιλάμε για τα προβλήματα και στο δια ταύτα, ο Σταύρος δίνει την απάντηση «Γι’ αυτό ήρθε το Δ.Ν.Τ.» όταν τόσο μεγάλη και τόσο καλή παραγωγή μένει ανεκμετάλλευτη και την ίδια ώρα εισάγουμε ψάρια, πώς να μην έρθει το Δ.Ν.Τ. Τον Σταύρο όμως δεν τον φώναξαν στη Δ.Ε.Θ. να τα πει!!!
Ακριβώς δίπλα τα κουφάρια του ιχθυογενετικού σταθμού, «θαμμένα» στα άγρια χόρτα και τα περιττώματα των τρωκτικών, «δόθηκαν εκατομμύρια πριν μερικά χρόνια από το πρόγραμμα PESCA αλλά επειδή είμαστε βόδια το φτάσαμε σε αυτό το χάλι και το εγκαταλείψαμε. Εδώ, πέρα από ψάρια και πουλιά, μόνο βόδια ζούνε. Χωρίς τεχνογνωσία, χωρίς σωστή διοίκηση, χωρίς προώθηση των προϊόντων και γνώση της αγοράς, τίποτα δεν μπορεί να σταθεί. Γι’ αυτό ήρθε το Δ.Ν.Τ. Γιατί είμαστε ανίκανοι» μονολογεί όλο παράπονο ο Σταύρος.
Θλιβερές εικόνες και ακόμη θλιβερότερες διαπιστώσεις. Οι ώρες περνάνε ανάμεσα σε περιγραφές προβλημάτων, διαπιστώσεις αλλά και όμορφες εικόνες που μεταφέρουν στην κουβέντα οι άνθρωποι που ζουν στο νταλιάνι. Αλλά και πολύ πίκρα.
«Ολοι θέλουν να βρουν ένα βυζί να το αρμέγουν. Μεγάλη ανακάλυψη το βυζί – φωνάζει ο Σταύρος – με τον τρόπο που του αρέσει να σχολιάζει τα γεγονότα για να καταλήξει και πάλι στην γνωστή επωδό «Γι’ αυτό ήρθε το Δ.Ν.Τ.»
Χαμένες ευκαιρίες, χαμένα όνειρα, χαμένες ελπίδες, ίσως και χαμένες ζωές, το βλέπεις στα μάτια όλων. Δεν είναι όμως όλα μαύρα, υπάρχει δίπλα η λιμνοθάλασσα που τους ανταμείβει, όχι μόνο με τον πλούτο της αλλά και με την ομορφιά της. Μπορεί η δουλειά να είναι δύσκολη αλλά είναι και ωραία. Η μέρα ξεκινάει στις 3.30 το πρωί, σαν τα μοναστήρια είμαστε, λέει ο Σταύρος. Στις 12 το μεσημέρι στρώνουν τραπέζι. Ζουν με αυτά που τους δίνει η θάλασσα και η περιοχή ευρύτερα, λαχανικά, τσίπουρο, φρούτα. Καθημερινά στρώνουν μεγάλο τραπέζι, για όλον τον κόσμο που θα έρθει για την καλή παρέα, τον εξαιρετικό μεζέ και φυσικά ο καθένας φέρνει και κάτι για το τραπέζι. Μετά από ώρες, χορταίνουμε, μεζέδες, ποτό και πολύ συζήτηση… Τώρα η λιμνοθάλασσα μας περιμένει, απλώνει την αγκαλιά για να μας δεχθεί για μια περιήγηση, στους απόκρυφους κόλπους της και δεν είναι και λίγοι… Οδηγός ο καπετάνιος, ο Σάκης από το Αϊβαλί, πάππου προς πάππου ψαράς, Μοσχονήσια, Σκάλα Συκαμιάς στη Λέσβο οι σταθμοί της οικογένειας. Για το Αϊβαλί και τα Μοσχονήσια του Φώτη Κόντογλου και τα νταλιάνια που είχε τι να πεις; Για την Σκάλα Συκαμιάς του Στρατή Μυριβήλη και το ξωκλήσι της Παναγιάς γοργόνας επάνω στο βράχο, στο έμπα του λιμανιού τι να πεις πάλι; Πλούτος ανυπολόγιστος. Το ίδιο και η περιήγηση στην λιμνοθάλασσα με το Σάκη στο τιμόνι να λέει ιστορίες, Κάθε σημείο και ένα τοπωνύμιο, κάθε τοπωνύμιο και μια ιστορία. Πηγαίνει με κλειστά μάτια, ξέρει κάθε γωνιά, ίσως καλύτερα και από το σπίτι του. «Εδώ έγινε αυτό, εκεί το άλλο…». Κάθε σημείο και μια μικρή ιστορία και είναι πολλά τα σημεία… 4.800 στρέμματα όλη η λιμνοθάλασσα και οι ψάραδες την δουλεύουν για πάνω από εκατό χρόνια. Μας μιλάει για την γεωγραφία των υδάτων «εδώ είναι τσιπούρες, αρέσουν πολύ στους πελεκάνους που τις κυνηγούν… εδώ βγάζουμε τα μεξινάρια… εκεί μαζεύονται τα λαβράκια…». Πλησιάζουμε στο ανάχωμα και θυμάται την άνιση μάχη που έδιναν οι προγονοί του με την θάλασσα για να κρατήσουν την λιμνοθάλασσα, να κρατήσουν το ανάχωμα να μην το πάρει η νοτιά, να μην ορμήξουν τα μανιασμένα κύματα μέσα και τα διαλύσουν όλα. Χιλιάδες πασσάλους φύτεψαν, χιλιάδες σακιά με άμμο κουβάλησαν για να χτίσουν το ανάχωμα, αλλά το μεγαλύτερο κατόρθωμα είναι οι πέτρες που κουβάλησαν, από την Θασοπούλα, αλλά και ακόμη πιο μακριά, από τα βράχια κάτω από το νοσοκομείο της Καβάλας. Εκατομμύρια πέτρες που κουβαλήθηκαν μία – μία, κάθε βουτιά και μια πέτρα, μας λέει. Άνιση η μάχη, ερχόταν μετά ο νοτιάς τα γκρέμιζε όλα και μετά ξανά από την αρχή. Πρόκειται για μια εποποιία, για θυσία πολλών ανθρώπων, κανείς όμως ποτέ δεν θα γράψει για αυτούς. Από το 1910 που ξεκίνησε η εκμετάλλευση και για 60 χρόνια αυτή δουλειά γινόταν. Στα χρόνια της χούντας δόθηκε η λύση, ήρθε η ΜΟΜΑ – ποιος δεν έχει να πει μια καλή κουβέντα για το έργο της ΜΟΜΑ – και έδωσε οριστική λύση. Μπήκε στη λιμνοθάλασσα ένας βυθοκόρος, μάζεψε τη λάσπη, μεγάλωσε το κανάλι και με τα υλικά της εκσκαφής έχτισε το ανάχωμα. Έτσι φτιάχτηκε και ο παραλιακός δρόμος. Μαζί λύθηκαν δύο προβλήματα, το πρόβλημα με τις νοτιές και το πρόβλημα της απουσίας δρόμου. Πριν φτιαχτεί ο δρόμος για να δώσουν τα ψάρια ανοίγονταν στο πέλαγος με τις βάρκες και περίμεναν τα καϊκια από την Κεραμωτή για να τους τα δώσουν και να τα πάνε στην Καβάλα. Όταν γυρνούσαν τα καίκια δεν ήταν άδεια, τρόφιμα και άλλα χρειαζούμενα τους έφερναν.
Μια καθημερινή μάχη η ζωή τους και τότε και τώρα. Σήμερα η εκμετάλλευση της λιμνοθάλασσας, ουσιαστικά είναι τρείς, όπως φαίνονται και στη μεγάλη φωτογραφία, γίνεται από τους τον συνεταιρισμό ψαράδων, 32 μέλη, 32 οικογένειες ζούνε από αυτά τα ψάρια, δουλεύουν σε βάρδιες ανα βδομάδα. Λίγα τα χρήματα, πολύ η δουλειά. Λίγα τα χρήματα για να ζήσει μια οικογένεια. Ο Στράτος με την Ελένη θέλουν να κάνουν οικογένεια, αλλά δεν τους φτάνουν τα χρήματα. Μια βδομάδα δουλειά στο νταλιάνι και στο ρεπό του πουλάει ψάρια για να συμπληρώσει το εισόδημα.
Για όλους υπάρχουν δυσκολίες. Δεν μπορούν να πάνε ένα βήμα παρακάτω… Χωρίς βοήθεια, χωρίς τεχνογνωσία, έχουν να αντιμετωπίζουν και την λαθραλιεία, δεν μπορούν να πάνε για πολύ ακόμη… Παράγουν αλλά δεν έχουν προκοπή, γι’ αυτό είναι καταδικασμένοι, γι’ αυτό είμαστε καταΔΙΚΑΣΜΕΝΟΙ, για αυτό ήρθε το Δ.Ν.Τ.