ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ Η ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΒΑΚΙΡΤΖΗ
Ο άνθρωπος προσπαθεί να επιβληθεί, να παρέμβει σε όσα συμβαίνουν στο οικείο περιβάλλον του και στη φύση / φυσικό του χώρο. Από τον καιρό που ο άνθρωπος κατοικούσε ακόμα στις σπηλιές, αναπαριστούσε πάνω στα τοιχώματα και το έδαφος τις εσωτερικές του επιθυμίες, φόβους, χαρές ή και την προβολή του θεϊκού, ως έξωθεν βοήθεια /μαρτυρία της χωροχρονικά διαπιστωμένης πλέον οντότητάς του.
Τι συμβαίνει, ωστόσο, όταν κάποια πράγματα και καταστάσεις ξεπερνούν τη θέληση, τη βούληση, όσο και τις ανθρώπινες αντοχές / όρια ενός ατόμου; Μήπως, κατά συνέπεια, μέσα στη δίνη της η ανθρώπινη τούτη ύπαρξη, γίνεται μια πεπαλαιωμένη και ίσως ξεχασμένη πραγματικότητα; Μήπως τότε μορφή, χαρακτήρας, προσωπικότητα αυτού του ανθρώπου, θυμίζουν ένα φθαρμένο, πάλλευκο κάποτε άγαλμα, του οποίου η σιωπηλή παρουσία κι εμβληματικότητα, αφήνεται να εξηγηθεί / αναλυθεί / αναδομηθεί και στολιστεί από τα βλέμματα των γύρω του; Και, εντέλει, να σκιαγραφηθεί μέσα από τον ψυχισμό και την εκάστοτε υποκειμενική 'αλήθεια' όσων συμβαίνει να βρίσκονται κοντά του;
Πολλές οι απόψεις, οι οπτικές γωνίες, οι εκατέρωθεν εξιστορήσεις θα ακουστούν ή εξιστορηθούν με τρόπους λεπτεπίλεπτους, ευαίσθητους, άκομψους ή και βίαιους - ώστε να εκφραστεί / 'ακουστεί' η φωνή του παρόντα - απόντα. Και τις φωνές αυτές διαλέγει να αφουγκραστεί, να αποκωδικοποιήσει η γνωστή συγγραφέας Αμάντα Μιχαλοπούλου στο καινούριο της μυθιστόρημα «Πώς να κρυφτείς» (εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 368).
Υπόθεση. Ο κεντρικός ήρωας, Στέφανος, είναι ένας τριανταπεντάρης δάσκαλος ελληνικών, που ζει στο Βερολίνο και έχει βάλει σκοπό να λύσει το αίνιγμα των παιδικών του χρόνων. Ήταν μόλις τεσσάρων ετών, όταν συνέβη να πέσει θύμα απαγωγής. Όντας φυσικός «πραγματικός» γιος ενός διάσημου πανεπιστημιακού αρχιτέκτονα, ο ανήλικος τότε Στέφανος υπήρξε θύμα απαγωγής, καθώς παραθέριζε στο συγκρότημα πρότυπων κατοικιών του πατέρα του από ένα ζευγάρι Γερμανών που είχαν χάσει τον γιο τους. Ως Μίχαελ Σουλτς και μέχρι την ηλικία των 11 χρόνων ζει στη Γερμανία με τους απαγωγείς του και εμβαπτίζεται με τη γερμανική κουλτούρα.
Στην Ελλάδα γυρνάει στα 11, όταν επιτέλους τον βρίσκουν οι πραγματικοί του γονείς, στην Ελλάδα με μητρική γλώσσα την Γερμανική. Από τότε ζει ανάμεσα στις δύο χώρες, οι οποίες τον ταλανίζουν εφόσον στην Γερμανία αισθάνεται Έλληνας και στην Ελλάδα Γερμανός. Ουσιαστικά χωρίς δική του πατρίδα, δίχως ουσιαστικά δικό του πατέρα και, κυρίως, προσωπικότητα, αποφασίζει να επιστρέψει στο Βερολίνο, στην εποχή που η πτώση του Τοίχους αποτελεί τη νέα τάξη πραγμάτων σε Ευρώπη και Γερμανία. Άπατρις και ψυχικά ξεριζωμένος, όμοιος με την οικουμενική ανασφαλής μορφή ανθρώπων και ιδεών, ο νέος άνδρας προσπαθεί να βρει απάντηση στα ερωτήματα που δεν τον αφήνουν να ησυχάσει. Θέλει απεγνωσμένα να βρει τους απαγωγείς του, αλλά και να συναντηθεί με τον ίδιο του το εαυτό.
Στο «Πώς να κρυφτείς», η αφήγηση είναι πολυφωνική. Και όλοι μιλούν από μία φορά, εκτός από τον Στέφανο που είναι και ο κεντρικός (και κατά βάση σιωπηλός) ήρωας της ιστορίας. Καθώς ο Στέφανος είναι εσωστρεφής, οι άλλοι αφηγητές (η γυναίκα του, η αδερφή του, μια μαθήτρια που είναι ερωτευμένη μαζί του, ο Γερμανός που τον απήγαγε όταν ήταν παιδί) αναλαμβάνουν να φωτίσουν τα κενά.
Με γρήγορους ρυθμούς, συνεχείς ανατροπές, η πλοκή του «Πώς» της Α.Μ. γίνεται ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα. Μια αξιόπιστη, ίσως και λίγο φολκλορικά «πολύχρωμη» αναζήτηση της αλήθειας και της ταυτότητας, της πατρίδας που είναι η γλώσσα και τα αγαπημένα πρόσωπα. Μια περιπέτεια που διατρέχει τόπους, χώρες, πόλεις, για να περιγράφει τελικά το πιο αναπάντεχο εσωτερικό ταξίδι».
Το δραματικό υπόβαθρο του βιβλίου περιγράφεται με μικρά γεγονότα και υπόγειο χιούμορ. Σαν ένα κέντημα. «Μα έτσι δεν θυμόμαστε; Αποσπασματικά και με κάποιες εικόνες», τονίζει η συγγραφέας και συνεχίζει: «Το Βερολίνο με βοήθησε να δω την Ελλάδα απέξω. Όταν ζεις σε μια χώρα δεν την παρατηρείς με την ίδια ενάργεια. Με την απόσταση, οι βαρύνουσες λεπτομέρειες επανέρχονται σαν σε όνειρο».
Η Αμάντα Μιχαλοπούλου με το "Πως να κρυφτείς" μας χαρίζει το καλύτερο ίσως μυθιστόρημά της (ανάμεσα στα «Πριγκίπισσα Σαύρα», «Θα ήθελα», «Γιατί σκότωσα την καλύτερή μου φίλη», «Παλιόκαιρος», «Γιάντες» που έχουμε διαβάσει). Πολυφωνικό, καθώς την αφήγηση αναλαμβάνουν πολλά από τα πρόσωπα της ιστορίας με προεξάρχοντα τον ίδιο τον ήρωα, τον Στέφανο, έντεχνα δομημένο στην πλοκή του, περίτεχνο γλωσσικά, συναρπάζει στην ανάγνωση, μολονότι η συγγραφέας ρισκάρει να αποδομήσει την ιστορία μέχρι τέλους.
Η δραματική τούτη ανασύνθεση πλοκής / ηρώων, δεν αφαιρεί από την αφήγηση το ενδιαφέρον - αντιθέτως κατόρθωσε να το εξάψει ακόμη περισσότερο - αλλά συνετέλεσε στην άριστη ψυχογραφία των βασικών προσώπων όλης της υπόθεσης του μυθιστορήματος.
Έτσι ο αναγνώστης βιώνει ξεχωριστά την εσωτερική αναζήτηση του Στέφανου να βρει τον ίδιο του τον εαυτό και να συναρμολογήσει το πάζλ της ζωής του. Να γνωρίσει τους πραγματικούς του γονείς - αν και έχουν πεθάνει - τους απαγωγείς του, αλλά και τα πρόσωπα που τον περιτριγυρίζουν. Αυτή η επίμονη και επίπονη αναζήτηση τον οδηγούν στην πραγματική του πατρίδα, που δεν είναι άλλη από την οικογένεια που ο ίδιος δημιουργεί. Αγαπημένα πρόσωπα. Μια περιπέτεια που διατρέχει τόπους, χώρες, πόλεις, για να περιγράφει τελικά το πιο αναπάντεχο εσωτερικό ταξίδι».
ΕΚΔ.ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, ΑΘΗΝΑ 2011