Βρισκόμαστε στο χειρότερο σημείο των τελευταίων 60 χρόνων, όχι τόσο από την άποψη του επιπέδου της ευημερίας όσο από την απουσία μιας ελπίδας που θα συνεγείρει τον εσωτερικό μας κόσμο και θα εκκολάψει δράση ικανή να σηκώσει τα μαύρα σύννεφα που έχουν μαζευτεί στον ορίζοντα. Το επίπεδο της ζωής μας είναι πολύ ανώτερο, όσον αφορά τα υλικά αγαθά, απ’ ό,τι ήταν την δεκαετία του ’50 ή την δεκαετία του ’60. Ωστόσο είμαστε και νοιώθουμε φτωχότεροι. Και δεν είναι μόνο το δημόσιο χρέος που μας έχει γονατίσει, δεν είναι η σκληρή οικονομική πολιτική που μας έχει σπάσει το ηθικό, δεν είναι ούτε καν η πώληση της δημόσιας γης που μας έχει οδηγήσει σε παράκρουση… Περισσότερο από ποτέ άλλοτε είναι η απουσία ενός οράματος, μιας πολιτικής πρότασης που θα λειτουργήσει αναγεννητικά. Όσο χαμηλά και να πέσει ένα έθνος, ακόμη και να σκλαβωθεί, δεν θα αργήσει να αναζητήσει την ανάταση εφόσον έχει ελπίδα. Αυτή είναι η κινητήρια δύναμη και η αντίσταση στην ισοπέδωση που φέρνει η υποδούλωση. Ασχέτως αν επιχειρείται ένας βίαιος εκσυγχρονισμός του ελληνικού κράτους – πράξη αναγκαία για να διορθωθούν τα κακώς κείμενα – η ουσία είναι ότι η οικονομία και η πολιτική της χώρας είναι υποταγμένες στους δανειστές μας.
Αν δεν υπήρχε αυτός ο συνασπισμός της Διεθνούς των κεφαλαιοκρατών ίσως να μην είχαμε φτάσει σε αυτή την κρίση του χρέους και αν δεν υπήρχε το χρέος ίσως να μην είχαμε φτάσει στην υποδούλωση. Ωστόσο φτάσαμε, είμαστε πεσμένοι μέσα σε ένα πηγάδι ή αν προτιμάται χαμένοι, χωρίς αίσθηση προσανατολισμού και χωρίς πυξίδα σε μια άνυδρη έρημο. Βαδίζουμε χωρίς να γνωρίζουμε που πάμε και επιπλέον κουβαλάμε και ένα χρέος στην πλάτη μας. Πόσο θα αντέξουμε;
Ζούμε ως λαός μια τεράστια εσωτερική αναμέτρηση με τις αδυναμίες του παρελθόντος μας και με μια εξωτερική δύναμη ικανή να μας σύρει στα σκλαβοπάζαρα. Συλλογική λύση – που θα ήταν ευχής έργο να υπάρχει, δεν υπάρχει – ο διανοούμενος που θα έδειχνε μια πορεία και ο πολιτικός ηγέτης που θα αναλάμβανε να οδηγήσει το λαό σε μια όαση δεν υπάρχει. Οπότε πορευτούμε τουλάχιστον ως άτομα με γνώμονα το κοινό συμφέρον, χωρίς να ραγίσει η κοινή ταυτότητα και χωρίς να χαθεί η κοινή πορεία μας. Να κλείσουμε την τηλεόραση, να διαβάσουμε του κλασικούς της σκέψης και να μελετήσουμε τους δημιουργούς της δεκαετίας του ’30 (από Κόντογλου και Τσαρούχη μέχρι Σεφέρη και Πεντζίκη και από Θουκυδίδη μέχρι Κονδύλη), να παλέψουμε με τις αδυναμίες μας, να δώσουμε νόημα στη ζωή μας, να αναζητήσουμε ένα δρόμο που θα δίνει ελπίδα και τότε όπως οι σταγόνες ενώνονται για να δώσουν την ζωογόνο βροχή, έτσι και εμείς θα συναντηθούμε αυτεξούσιοι και γνώστες της παράδοσης και της ιστορίας μας για να σχηματίσουμε ένα μεγάλο ποτάμι. Αφού δεν μπορούμε να αλλάξουμε τα δεδομένα ας γεωργήσουμε το χωράφι που έχει ο καθένας μέσα του και κάπου εκεί θα συναντηθούμε και πάλι με παλιούς φίλους για να δώσουμε τον αγώνα. Η υποδούλωση ξεκινάει από τους τηλεοπτικούς δέκτες και τελειώνει στον καναπέ, αυτά είναι τα όρια της «ελευθερίας» που μας έχουν επιβάλει.