Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

Η 190η ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΗΣ 25ης ΜΑΡΤΙΟΥ ΚΑΙ Η ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ «1821»


Του Νικολάου Β. Ρουδομέτωφ

Ολόκληρη η Ελλάδα παρακολούθησε με μεγάλο ενδιαφέρον την νέα τηλεοπτική σειρά του «Σκαϊ», με τον τίτλο «1821». Τα δημοσιεύματα του τύπου που μιλούσαν για μια αναθεωρητική ματιά των γεγονότων της παλιγγενεσίας, προκάλεσαν το εν-διαφέρον αλλά και την δικαιολογημένη στους πονηρούς καιρούς μας, καχυποψία σε μια μερίδα του κόσμου. Τα ονόματα των καθηγητών που επιμελήθηκαν ή συμμετείχαν στη σειρά, είναι εκτιμώμενα και αποδεκτά από όλους τους καλοπροαίρετους τηλεθεατές. Ωστόσο τα σχόλια κατά τη διάρκεια των προβολών, δεν ήταν, στην πλειοψηφία τους, υπέρ των αναθεωρητικών αναφορών, γεγονός που προκάλεσε πολλές συζητήσεις.
Επειδή θεωρώ ότι ήμουν μεταξύ των καλοπροαίρετων τηλεθεατών, θα εκθέσω σε γενικές γραμμές τις ενστάσεις μου για δυο τρία σοβαρά θέματα.
Η πρώτη ένσταση αφορά βέβαια το βασικό θέμα της εκπομπής : προϋπήρχε ελ-ληνικό έθνος πριν από την επανάσταση ή όχι; Δηλαδή οι Έλληνες είχαν την πεποίθηση ότι ανήκαν σε μια διακριτή εθνότητα ή προσδιόριζαν τους εαυτούς τους απλά ως χριστιανούς Ορθόδοξους;
Ομολογώ ότι υπάρχουν τόσες πολλές αποδείξεις ότι οι Έλληνες προσδιορίζονταν ως έθνος από τα πρώτα κείμενα που διασώθηκαν, τα γνωστά μονόφυλλα του Αγώνα, ώστε μου προκάλεσε μεγάλη απορία πως ο διακεκριμένος καθηγητής Βερέμης πήρε επίσημα αρνητική θέση! Θα σας παραθέσω φωτοτυπία του πρωτοτύπου ενός τέτοιου αυθεντικού μονόφυλλου που διασώζεται στο Ιστορικό & Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας και για την ευκολία της ανάγνωσης θα αποδελτιώσω μικρό μέρος του κειμένου :

« ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΠΑΝΤΙΚΡΑΤΟΡΟΣ
Το Ελληνικόν Έθνος βεβαρυμένον πλέον να αναστενάζει υπό τον σκληρόν ζυγόν, από τον οποίον τέσσερας περίπου αιώνας καταθλίβεται επονειδίστως τρέχει με γενικήν και ομόφωνον αρχήν εις τα όπλα δια να κατασυντρίψει τας βαρείας αλύσεις τας υπό των βαρβάρω Μοαμετάνων περιτεθείσας εις αυτό. Το ιερόν όνομα της ελευθερίας αντηχεί εις όλα τα μέρη της Ελλάδος, και πάσα ελληνική καρδία αναφλέγεται από την επιθυμίαν του να επαναλάβει το πολύτιμον τούτο δώρον του Θεού ή να απολεσθεί εις τον υπέρ τούτου αγώνα.
Οι κάτοικοι της νήσου Ύδρας ου θέλουσι μένειν ολιγώτερον πρόθυμοι εις τον ευγενή τούτον αγώνα, αλλά καταφρονούντες πάντα κίνδυνον δια να καταστρέψωσι τους τυράννους των θέλουσι θέλουν μεταχειρισθή το μόνον μέσον το οποίον η φύση της τοπικής αυτών θέσεως δίδει προς αυτούς προς τον σκοπόν τούτον.
Ημείς οι προύχοντες οι συγκροτούντες την διοίκησιν της νήσου ταύτης, επιτρέπομεν εις τον καπιτάν Πετράκην Ιωάννην του πλοίου «ο Αχιλλεύς», το οποίον έχει κανόνια 12 και άλλα πολεμικά όπλα υπό την ελληνικήν σημαίαν να υπάγει μετά του πλοίου τούτου όπου ήθελεν κρίνη ωφέλιμον εις τον κοινόν αγώνα και να ενεργεί κατά των Οθωμανι-κών δυνάμεων ξηράς τε και θαλάσσης πράττον παν ότι συγχωρείται εις νόμιμον πόλεμον, έωςού η ελευθερία και η ανεξαρτησία του ελληνικού έθνους αποκατασταθή με στερέωσιν.
Παρακαλούμεν όλους τους ΑΡΧΟΝΤΑΣ των θαλασσίων και ηπειρωτικών δυνάμεων των πασών των ευρωπαϊκών εξουσιών όχι μόνον να μην επιφέρωσι κανέν εμπόδιον εις το πλοίον τούτο και εις τας ενεργείας της αποστολής αυτού, αλλά και να προσφέρουσι εις τούτο πάσαν βοήθειαν και υπεράσπισιν συγχωρουμένην από την ουδετερότητα αυ-τών … κλπ κλπ.
Εξεδόθη εις την Καγκελλαρίαν της Ύδρας την 22αν Απριλίου 1821».
(σφραγίδα με βουλοκέρι και υπογραφή).

Να σημειώσουμε ότι το έγγραφο είναι γραμμένο σε δυο στήλες. Η πρώτη περιέ-χει το κείμενο που αναφέραμε και η δεύτερη το ίδιο κείμενο στη Ιταλική γλώσσα για να είναι κατανοητό από τα ευρωπαϊκά πολεμικά πλοία των οποίων την ανοχή και συνδρομή επεδίωκε. Όπως φαίνεται καθαρά στο έγγραφο, κυριολεκτικά κατά την έναρξη της επανάστασης, υπήρχε ξεκάθαρη πεποίθηση των συντακτών ότι ήταν Έλληνες και ότι αποτελούσαν μέρος του υπόδουλου επί τέσσαρες αιώνες ελληνικού έθνους!




Να σημειώσουμε ότι υπάρχουν χιλιάδες τέτοιων εγγράφων που διασώζονται στα αρχεία της Βουλής, στα Κρατικά Αρχεία, αλλά και στο Ιστορικό & Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας, γραμμένων κατά την έναρξη και κατά τη διάρκεια του Αγώνα και στα ο-ποία αποτυπώνονται με τον πλέον αυθεντικό και άμεσο τρόπο τα αισθήματα που κυριαρχούσαν στις καρδιές και στο πνεύμα των πρωταγωνιστών σ’ εκείνες τις κρίσιμες ώρες του αγώνα με το αβέβαιο αύριο και το γεμάτο εθνική επαναστατική έ-ξαρση αλλά και αγωνία, παρόν.
Η δεύτερη ένσταση έχει να κάνει με την περίεργη γνώμη που εκφράστηκε στην τηλεοπτική σειρά ότι, οι υπόδουλοι Έλληνες δεν ζούσαν άσχημα πριν από την επανάσταση του 1821, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας.
Θα σας παραθέσω ένα κείμενο από τα περιεχόμενα του 3ου τόμου των Μικρασιατικών Χρονικών του έτους 1940, που εκδίδονταν από το Τμήμα Μικρασιατικών Μελετών της Ενώσεως Σμυρναίων των Αθηνών. Έχει τον τίτλο «Περί του θεσμού των επί τουρκοκρατίας Δημογεροντιών» και πρόκειται για βραβευθείσα έξοχη με-λέτη του Κ. Λαμέρα, κατόπιν διαγωνισμού που προκήρυξε η Ένωση Σμυρναίων. Η βράβευση έγινε από επιτροπή διακεκριμένων καθηγητών πανεπιστημιακών, όπως του Κ. Άμαντου, Ν. Π. Ελευθεριάδη και Κ. Σπανούδη. Από την μελέτη, της οποίας μόνον το δημοσιευόμενο απάνθισμα καλύπτει 73 σελίδες, θα χρησιμοποιήσουμε, για την οικονομία του χώρου, δυο μικρά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

Υποσημείωση σελίδας 17:
«-Υιός δημογέροντος, ιατρός εξ’ Αμάσειας διέσωσε την άδειαν της ταφής του πάππου αυτού Γρηγορίου, δημογέροντος και τούτου. Η άδεια αύτη (της τουρκικής διοίκησης) απευθυνομένη προς τον αρχιερατικόν επίτροπον, έχει ως εξής:
Συ ο παπάς, του οποίου το μεν ένδυμα είναι μαύρον ως πίσσα, το δε πρόσωπον ως του σατανά, συ ο ιερεύς των μιαρών, συ ο έλκων την καταγωγήν από τον άπιστον Ιησούν, διατάσσεσαι: Τον εις το έθνος σου ανήκοντα άπιστον Γρηγόριον, ο οποίος εψόφησε σήμερον, αν και την μεν ψυχήν του παρέδωσεν εις τον σατανάν το δε βρωμερόν πτώμα του δεν το δέχεται το χώμα, έξω και μακράν της πόλεως ανοίξατε λάκκον και δια λακτισμάτων ρίψατε αυτόν εντός αυτού».
Παραθέτοντας και το πρωτότυπο κείμενοι στην παλαιοτουρκική, θα προσθέσου-με ότι χρονολογικά κατατάσσεται στον 19ο αιώνα, μάλιστα μετά το Χάττι Χομαγιούν (1852) με το οποίο υποτίθεται ότι οι χριστιανοί απέκτησαν κάποια ανθρώπινα δικαιώματα!


Από την ίδια μελέτη, η οποία περιλαμβάνει πλήθος τεκμηριωμένων πληροφοριών που επιβεβαιώνουν την κοινώς κρατούσα αντίληψη ότι οι συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων χριστιανών ήταν από πανάθλια έως τραγική, τουλάχιστον μέχρι τον Κριμαϊκό πόλεμο στα μέσα του 19ου αιώνα, δηλαδή πολύ αργότερα από το 1821,  αξίζει να αναφέρουμε μερικά ακόμη στοιχεία.
Στα 1850, μετά από πιέσεις δεκαετιών, παρακλήσεις και υποδείξεις του Φαναρίου προς την Υψηλή Πύλη, δημοσιεύτηκε εκ νέου σουλτανικό φιρμάνι με το οποίο οι εισπράξεις των φόρων από τους χριστιανούς ανετέθη στις κατά τόπους δημογεροντίες. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε μεγάλη επιτυχία διότι γλύτωναν επί τέλους οι χριστιανοί από τις άπειρες αυθαιρεσίες, αδικίες και αθλιότητες, των Τούρκων υ-παλλήλων της διοίκησης. Με το φιρμάνι αυτό, η δημογεροντία πλέον όριζε, μεταξύ των μελών, της τους εισπράκτορες, οι οποίοι εκαλούντο «Αγιάν», ή «μουχτάρ εβέλ» και «μουχτάρ σανή»  και «ταχσιλδάρ». Είναι χαρακτηριστικοί οι  εισπραττόμενοι φόροι, όπως ο φόρος δζιζιέ και το χαράτς. Ο πρώτος ήταν κεφαλικός φόρος επιβαλλόμενος στους ζιμμή (απίστους) ως αντισήκωμα για την προστασία την οποία παρείχε το κράτος στη ζωή και την περιουσία των απίστων. Στην μελέτη που προαναφέ-ραμε, ο φόρος αυτός χαρακτηρίζεται ως «χρηματική τιμωρία διότι προτιμούσαν (οι άπιστοι) να μένουν στο σκότος της πλάνης του χριστιανισμού και απέφευγαν το φως του Ισλαμισμού». Δεν θα υιοθετήσω αυτόν τον χαρακτηρισμό, παρ ότι η πηγή είναι σημαντική. Ο δεύτερος φόρος ήταν το χαράτς. Φόρος τον οποίο κατέβαλαν οι «ραγιά» για τα εισοδήματα τα οποία αποκόμιζαν από την όποια κτηματική περιουσία τους. Ο φόρος αυτός είχε κάλυψη από τον γενικό νόμο που όριζε ότι όλη «η κα-τακτημένη γη» ανήκε στον Σουλτάνο και κατά συνέπεια οι άπιστοι νομείς έπρεπε να καταβάλουν φόρο, στον Σουλτάνο, γεγονός που ουσιαστικά τους υποβίβαζε σε δουλοπάροικους. Είναι πολύ ενδιαφέρον ο ορισμός της λέξης ραγιά: Ραγιά δεν σημαίνει ακριβώς ποίμνιο, αλλά «ποίμνιο που βόσκει σε ξένο αγρό, με την ανοχή του ιδιοκτήτη του αγρού». Οι φόροι αυτοί, μετά το Χάττι Χουμαγιούν συγχωνεύτηκαν εις το «μπετέλ» τον στρατιωτικό φόρο, που και αυτός καταργήθηκε στα 1908.
Θα τελειώσω αυτή τη μικρή αναφορά με τις ακόλουθες σκέψεις.
Οι παραθέσεις των πηγών στο κείμενό μου, σαφώς και είναι μια δική μου επιλογή. Αυτό έγινε επειδή θεωρώ ως δεδομένο ότι ο αναγνώστης έχει δει την τηλεοπτική σειρά ή έχει διαβάσει τους σχετικούς τόμους που την συνοδεύουν, οπότε γνωρίζει τα σημεία για τα οποία υποβάλω τις ενστάσεις μου.
Ποτέ, όμως, μα ποτέ, δεν επιτρέπεται κείμενα ή τηλεοπτικές σειρές με αξιώσεις έγκυρης ιστορικής πληροφόρησης, να χρησιμοποιούν επιλεγμένα αποσπάσματα από γνωστές και καθ’ όλα αυθεντικές ήδη πηγές όπως τα απομνημονεύματα των αγωνιστών και άλλα,, με σκοπό να αλλάξουν την γνωστή εικόνα του Αγώνα της Πα-λιγγενεσίας όπως έχει εμπεδωθεί στη συνείδηση των Ελλήνων στη διάρκεια των 190 ετών της ελεύθερης ζωής τους. Οι εύκολες, επιλεγμένες αποσπασματικές αναφορές είναι ο κλασικός τρόπος παραμόρφωσης της αλήθειας και δίνει τη δυνατότητα το άσπρο να παρουσιάζεται ως μαύρο, με το αθώο ένδυμα της «σωστής» χρήσης γνωστών και αναμφισβήτητων ιστορικών πηγών. Καθώς, επ’ ουδενί θέλω να αμφισβητήσω τις αγαθές προθέσεις ή την αναμφισβήτητη επάρκεια των διακεκριμένων πανεπιστημιακών που πραγματεύτηκαν το θέμα, αποδίδω τις ατυχείς εντυπώσεις στο γεγονός ότι η οικονομία του τηλεοπτικού χρόνου δεν επέτρεπε τον επιβαλ-λόμενο αντίλογο.
Ο σωστός τρόπος παρουσίασης είναι και παραμένει πάντοτε ο γόνιμος διάλογος, με όλες τις απόψεις να κατατίθενται ξεκάθαρες, χωρίς λεκτικές ακροβασίες, μαζί με τις πηγές τους και μέσα από γόνιμο και καλόπιστη συζήτηση των ειδικών, ο τηλεθεατής ή ο αναγνώστης να καταλήγει αβίαστα στα δικά του συμπεράσματα ή να αντιλαμβάνεται σαφώς τις διαφορές των απόψεων και τα επιχειρήματα της κάθε πλευράς. Ίσως αυτά να ακούγονται ρομαντικό γιατί αυτό το επίπεδο των συζητήσεων είναι ακόμη άγνωστο στην σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Πιστεύω ότι μένει πάντοτε επίκαιρο το αξίωμα, το οποίο δυστυχώς πολύ συχνά ξεχνούμε, «ότι είναι αληθινό είναι και εθνικό».


21 Μαρτίου 2011