Κάποτε ζούσε ένας ενάρετος άνθρωπος οπότε για να τον ευχαριστήσει ο Θεός έστειλε έναν άγγελο για να τον ξεναγήσει στον άλλον κόσμο. Πήγε και τον βρήκε ο άγγελος και του είπε ότι η ξενάγηση θα ξεκινήσει από την κόλαση. Όταν αντίκρισε την κόλαση δεν πίστευε στα μάτια του! Ήταν μια μεγάλη αίθουσα, λαμπροφωτισμένη και στη μέση ένα τραπέζι γεμάτο όλα τα αγαθά, φαγητά, φρούτα, γλυκά, ποτά!!! Καμία σχέση με ότι είχε ακούσει για τις περιγραφές της κόλασης με τα καζάνια και τις λυόμενες πίσσες... Όταν πλησίασε λίγο πιο κοντά είδε ότι γύρω από το τραπέζι ήταν μαζεμένοι πάρα πολλοί άνθρωποι που «δειπνούσαν». Ο καθένας είχε στο χέρι του ένα κουτάλι και το βουτούσε σε όποιο πιάτο ήθελε και το έφερνε στο στόμα του, όμως δεν μπορούσε να φάει γιατί το κουτάλι ήταν τρύπιο και το φαγητό έπεφτε κάτω. Όσο και αν προσπαθούσαν, όσο γρήγορα και αν επιχειρούσαν να κάνουν την κίνηση, αποδεικνυόταν μάταιος κόπος. Τα μάτια τους χόρταιναν από τα φαγητά αλλά δεν μπορούσαν να χορτάσουν το στομάχι τους. Βασανίζοντας αιώνια από την ακόρεστη πείνα από τη μία και την πλούσια εικόνα των φαγητών από την άλλη. Κάποια στιγμή τον τράβηξε τον ξεναγούμενο ο άγγελος και πήγαν στον παράδεισο. Και εκεί το ίδιο, μια αίθουσα φωτισμένη λαμπρά, ένα τραπέζι γεμάτο όλα τα αγαθά και πολλοί άνθρωποι να κάθονται γύρω από τραπέζι. Κι εδώ ο καθένας κρατούσε ένα κουτάλι, μόνο που δεν έτρωγε αλλά τάιζε τον διπλανό του. Έτσι χόρταιναν όλοι.
Θυμηθήκαμε αυτή την παλιά ιστορία, με αυτά που ακούμε καθημερινά για τραπεζικούς λογαριασμούς με πολλά εκατομμύρια ευρώ. Λογαριασμοί που ανήκουν όχι μόνο σε αυτούς που λέμε κροίσους, αλλά και σε καθημερινούς ανθρώπους, δικηγόρους, γιατρούς, δημόσιους υπαλλήλους. Κάτοχοι τόσων πολλών χρημάτων που μια ζωή δεν φτάνει για να καταναλωθούν. Το πώς έγιναν αυτά τα χρήματα όλοι το ξέρουμε, η απορία μας δεν είναι αυτή… Τώρα που βλέπουν την οικονομία και την κοινωνία να καταρρέει γιατί δεν αρχίζουν να τα ξοδεύουν; Δεν λέμε να τα χαρίσουν, αλλά να καταναλώσουν, να κινηθεί η αγορά να δώσει μεροκάματα. Τι νόημα έχει η κατοχή τόσων χρημάτων όταν δεν ξοδεύονται, όταν δεν υπάρχει δημιουργία και κίνηση που χρηματοδοτείται από αυτά τα κεφάλαια; Πόσο απέχει ένας που έχει δύο εκατομμύρια στην τράπεζα και αρνείται να τα αγγίξει με αυτόν που έχει 50 ευρώ; Δεν υπάρχει καμία διαφορά, και οι δυο ζούμε φτωχά και μίζερα γιατί επί της ουσίας κανείς δεν έχει χρήματα. Τα χρήματα που δεν κινούνται είναι απλά λογιστικά νούμερα και τίποτε περισσότερο. Εμείς σαν πόλη έχουμε παράδοση στο παστάλιασμα και δεν λέμε να την χαλάσουμε.
Οι έχοντες και κατέχοντες ως πράξη αλτρουισμού προς την κοινωνία το λιγότερο που έχουν να κάνουν είναι τα ξοδέψουν για να τα χαρούν αυτά τα χρήματα και μαζί τους να χαρούν και αυτοί που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, βγάζοντας ένα μεροκάματο. Ένα μεροκάματο ίσως να σώσει έναν άνθρωπο, το έχει σκεφτεί κανείς απ’ όλους αυτούς;