Μια επίσκεψη σε ένα παλιό ερειπωμένο χωριό ή πόλη, είναι κάτι περισσότερο από μια απλή βόλτα αναψυχής. Είναι ένα καλό μάθημα αυτογνωσίας. Είναι μια πράξη που βοηθάει τον επισκέπτη να συνειδητοποιήσει ορισμένα εξαιρετικής αξίας δεδομένα, όπως είναι για παράδειγμα η μνήμη.
Τι έχει ένα παλιό, έρημο, εγκαταλειμμένο και ολοκληρωτικά γκρεμισμένο χωριό, πέρα από σορούς από πέτρες; Τι περισσότερο μπορεί να είναι, πέρα από αυτό που φαίνεται, σωροί από πέτρες; Είναι σαν μια επίσκεψη σε ένα κοιμητήριο, με σωρούς από ανθρώπινα οστά.
Με τη δύναμη της φθορά του χρόνου τα πέτρινα σπίτια σωριάστηκαν και έγιναν λόφοι από πέτρες, οι άνθρωποι μέσα από την ίδια διαδικασία επέστρεψαν στη γη, το χώμα που δανείστηκαν για να πλαστεί η σάρκα τους και εκείνο που έμεινε από αυτούς είναι σωροί από οστά. Το μόνο που μπορεί να ξεπεράσει την φθοροποιό δύναμη του χρόνου, είναι η μνήμη. Η ανάμνηση των γεγονότων, η μνήμη των ανθρώπων που έφυγαν. Κάποτε αυτό το χωριό ή η πόλη που βλέπεις μπροστά στα πόδια σου ήταν κάτι παραπάνω από δομημένες πέτρες, ήταν χώρος που έζησαν, πάλεψαν, πόνεσαν, αγάπησαν, προσευχήθηκαν και δημιούργησαν άνθρωποι… Οι ανθρώπινες αναπνοές και οι φωνές γέμιζαν τον αέρα, πάθη, έχθρες, φιλίες και οικογενειακές σχέσεις έδεναν και χώριζαν τους ανθρώπους, αυτούς, από τους οποίους δεν απέμεινε τίποτα περισσότερο από σωροί από οστά.
Μπροστά σε αυτή την εικόνα ματαιότητας έρχεται η μνήμη, να λειτουργήσει σαν υφάδι, να μπλέξει το χθες με το σήμερα, το παλιό με το καινούργιο, το σημαντικό με το ασήμαντο και να «αναστηλώσει» μια ολόκληρη εποχή. Να «αναστηλώσει» γεγονότα περασμένα αλλά όχι ξεχασμένα, που η αξία τους φτάνει μέχρι σήμερα, γεγονότα ηρωικά ή ταπεινά, όλα όμως μετρήσιμη αξία στο σήμερα. Για όσους το κατάλαβαν αυτό, όλη η ζωή τους ήταν ένας αγώνας ενάντια στην λήθη, ήταν ένας αγώνας για την αλήθεια και τη συνέχεια της ιστορίας.
Η απουσία μνήμης δημιουργεί – μεταξύ όλων των άλλων – και ένα τεράστιο έλλειμμα αυτογνωσίας, κάνει την μορφή θολή, συγκεχυμένη, θετική σε πολλαπλές ερμηνείες και παρερμηνείες. Μια θολωμένη μορφή, είναι μια ασαφής, απροσδιόριστη μορφή, είναι σαν ένα δέντρο που δεν μπορείς να ξέρεις τι καρπό θα σου δώσει. Μια αμνήμων πόλη, είναι μια πόλη που δεν μπορεί να καρπίσει, είναι μια πόλη που αναπτύσσει στους κόλπους της μια κοινωνία χωρίς σκοπό υπέρβασης της φθοράς του χρόνου. Είναι μια κοινωνία που δεν μπορεί να βγει στο προσκήνιο της ιστορίας και βαλτώνει σε ένα φαύλο φθοροποιό κύκλο. Έχει ένα όνομα που κανείς δεν ξέρει από πού έρχεται και τι σημαίνει. Είναι ένα όνομα που δεν έχει να πει σε κανέναν τίποτα, πέρα από ένα περιεχόμενο που γεννάει ο βραχύς παρελθόν χρόνος.