Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Κάστρα της Ν. Περάμου - Από την βυζαντινή Ανακτορούπολη στην βουλγαρική κατοχή


Εργασίες αποκατάστασης του βυζαντινού φρουρίου βρίσκονται σε εξέλιξη



Αιώνιος φύλακας του κόλπου των Ελευθερών, στέκεται το κάστρο της βυζαντινής Ανακτορούπολης σε δεσπόζουσα θέση και εποπτεύει το στρατηγικής σημασίας και ασφαλέστερο λιμάνι της Μακεδονίας, αυτών των Ελευθερών. Σήμερα δεν έχουν μείνει πολλά στοιχεία του, οι πολεμίστρες και τα τείχη έχουν καταρρεύσει σε πολλά σημεία και μόνο ο τετράγωνος πύργος στέκεται ακόμη αγέρωχος σε σχετικά καλή κατάσταση.


Εδώ και μερικούς μήνες ο χώρος είναι ένα μεγάλο εργοτάξιο, ουσιαστικά είναι η δεύτερη αρχαιολογική επέμβαση που γίνεται, η πρώτη σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε και η οποία μνημονεύεται στο σχετικό πόνημα του αρχαιολόγου Ισίδωρου Κακούρη πραγματοποιήθηκε το 1974 από την Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Καβάλας. Τότε πραγματοποιήθηκαν ανασκαφικές και στερεωτικές  εργασίες, ενώ άρχισε και η τοπογραφική αποτύπωση του χώρου.

Από τον περασμένο Μάιο έχει ξεκινήσει ένα πρόγραμμα εργασιών με ευθύνη της 12η Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, συνολικού προϋπολογισμού 1.800.000 ευρώ, με χρηματοδότηση από το ΠΕΠ ΑΜΘ και στο οποίο περιλαμβάνονται εργασίες «Στερέωσης – αποκατάστασης  οχύρωσης Ανακτορούπολης  Ν. Περάμου». Υπεύθυνος για το έργο είναι ο αρχαιολόγος Τάσους Ουλκέρογλου ο οποίος εκπόνησε την σχετική μελέτη για την ένταξη του έργου και εποπτεύει και των επεμβάσεων που ήδη ξεκίνησαν. Στις μέχρι τώρα εργασίες περιλαμβάνεται ο καθαρισμός του χώρου από την άγρια βλάστηση και η συγκέντρωση οικοδομικών υλικών της εποχής της οχύρωσης, τα οποία αξιοποιήθηκαν ως πρώτη ύλη για κατοπινά οικοδομήματα. Για παράδειγμα με πέτρες από την οχύρωση της Ανακτορούπολης έχουν χτιστεί στο εσωτερικό της οχύρωσης οικήματα που ανάγονται περίπου στα μέσα του περασμένου αιώνα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν έρθει στο φως η τελευταία φάση οίκησης του χώρου έγινε από τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής, τα οποία των αξιοποίησαν ως στρατόπεδο… Μέχρι στιγμής σύμφωνα με τις πληροφορίες μας έχουν βρεθεί διάφορα αντικείμενα μεταξύ των οποίων και σφαίρες και φυσικά μια σειρά οχυρωματικά έργα από την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Βέβαια είναι νωρίς να μιλήσει κανείς ακόμη για ουσιαστικά αρχαιολογικά ευρήματα καθώς μέχρι σήμερα εκείνο που έχει γίνει είναι επιφανειακές τομές μικρού βάθους και όχι μια συστηματική ανασκαφή, η οποία δυστυχώς δεν περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα του έργου. Ωστόσο εκείνο που εικάζεται είναι ότι υπάρχει μια μακρά περίοδος ανθρώπινης παρουσίας που ξεκινάει από την βυζαντινή Ανακτορούπολη και φτάνει μέχρι την τελευταία βουλγαρική κατοχή.

Στην εργασία του Ισίδωρου Κακούρη με τίτλο «ΑΝΑΚΤΟΡΟΥΠΟΛΗ – ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ» η οποία παρουσιάστηκε το 1977 στο Α’ τοπικό συνέδριο  ιστορίας, τα πρακτικά του οποίου εκδόθηκαν το 1980 από το ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΛΕΤΩΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ γίνεται μια πρώτη αποτίμηση της ιστορίας και της σημασίας της οχύρωσης. Στο συγκεκριμένο κείμενο λοιπόν παρουσιάζονται μια σειρά από στοιχεία τόσο για την πολιτική, την στρατιωτική όσο και την εκκλησιαστική ιστορία της Ανακτορούπολης. Εκείνο που προκύπτει είναι ότι αυτό που βλέπουμε σήμερα ως υπολείμματα φρουρίου είναι της εποχής των Κομνηνών και των Παλαιολόγων , καθώς υπάρχουν στην μορφή των τειχών τα ιδιαίτερα αισθητικά χαρακτηριστικά εκείνης της περιόδου στην αρχιτεκτονική των τειχών. Μοναδική γραπτή πηγή που έχει βρεθεί στο χώρο είναι μια επιγραφή, στο δυτικό μέρος του Νότιου τείχους, από πλίνθους όπου σώζεται σε κακή κατάσταση και στην οποία διαβάζουμε ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΟΥΚΩΣ ΜΙΝΙ ΙΟΥΛΙΩ ΙΣ ΤΑΣ Η. Από αυτή την επιγραφή εξάγονται μια σειρά χρήσιμα στοιχεία που οδηγούν τον συγγραφέα στο συμπέρασμα πως ίσως να αναφέρεται στον Ανδρόνικο Κοντοστέφανο. Σταχυολογώντας ονόματα που συνδέθηκαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με την Ανακτορούπολη συναντάμε τον σέρβο ηγέτη Στέφανο Δουσάν (που όπως φαίνεται δεν μπόρεσε να την καταλάβει), τον Ιωάννη Καντακουζηνό, τους αδελφούς Αλέξιο και Ιωάννη, μεγάλος στρατοπεδάρχης και μεγάλος  πριμηκήριος αντίστοιχα,  ιδρυτές της Μονής του Παντοκράτορα στο Αγ. Όρος, η σύζυγος του δεύτερου Άννα Ασανίνα Κοντοστεφανίνα, τον Ιωάννη Κοντοστέφανο  κ.α. Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό και μια διαπίστωση του Ισίδωρου Κακούρη σύμφωνα με την οποία το φρούριο χτίστηκε το 1167 με 1170 από έναν Κοντοστέφανο (ο Ανδρόνικος) ενώ ένας άλλος Κοντοστέφανος (Ο Ιωάννης) ήταν  ο τελευταίος βυζαντινός άρχοντας του φρουρίου πριν πέσει στα χέρια των Οθωμανών που το αχρήστευσαν και το έριξαν στην αφάνεια και να προσθέσουμε ότι και βοηθούντος του χρόνου μετατράπηκε σε εργοτάξιο «παραγωγής» οικοδομικών υλικών για τους γύρω οικισμούς…

Τέλος να σημειώσουμε ότι για το όνομα δεν συμφωνούν – και σε αυτή την περίπτωση - οι μελετητές, πάντως σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη η εξέλιξη του ονόματος είναι: Αλεκτρυόπολη, Αλεκτορόπολη, Ελευθερό(υ)πολη και Ανακτορό(υ)πολη. Τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας το φρούριο λεγόταν Καλέ – Τσιφλίκ.

Από τις εργασίες που είναι σε εξέλιξη φιλοδοξούμε να δούμε την αποκατάσταση των τειχών, την δημιουργία διαδρομών μέσα στο χώρο για να είναι πίο εύκολη η περιήγηση και γιατί όχι και μια περίφραξη με ένα φύλακα για να σταματήσει πλέον η κακοποίηση από τον κάθε άσχετο λαθροανασκαφέα. Αν προκύψει σύντομα και μια συστηματική ανασκαφή που θα αναδείξει όλα τα υποστρώματα μέχρι ιδρύσεως της Ανακτορούπολης θα είναι τύχη αγαθή.

Θεόδωρος Α. Σπανέλης