Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

Το κόμμα του 40%


Συνέχεια στο χθεσινό σημείωμα σχετικά με τα αδιέξοδα του πολιτικού συστήματος, με σκοπό να σταθούμε στο μεγαλύτερο «κόμμα» ή αν προτιμάται «μερίδα» για να είμαστε πιο ακριβείς, του
εκλογικού σώματος. Αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο κόμμα στην Ελλάδα, με ποσοστά γύρω στο 40% είναι αυτό της αποχής, όλοι αυτοί που δεν πήγαν να ψηφίσουν για να μην  μπουν στο δίλλημα Αντώνης ή Αλέξης. Έτσι δεν είναι;



Σημειώναμε χθες ότι  η στάση της αποχής ενέχει στοιχεία ουδετερότητας απέναντι στο πολιτικό πρόβλημα της χώρας. Ωστόσο επειδή υπήρχε αντίλογος σε αυτή τη θέση επανερχόμαστε. Ο αντίλογος συνίσταται στην θέση ότι όλοι αυτοί ή αν θέλετε η συντριπτική πλειοψηφία απέχουν  γιατί ουσιαστικά δεν δέχονται να παίξουν σε ένα «παιχνίδι» με σημαδεμένη τράπουλα, για να το πούμε απλά. Επί της ουσίας καταγράφονται ως μια αντίδραση στα αδιέξοδα της πολιτικής πραγματικότητας. Επιπλέον ο αντίλογος υποστηρίζει ότι ένα μεγάλο τμήμα αυτού του 40% είναι κατά κύριο λόγο, νέοι άνθρωποι, άφθαρτοι, με όνειρα και φιλοδοξίες και διάθεση να προσφέρουν αλλά όχι συμμετέχοντας σε ένα σάπιο σύστημα που τελικά θα τους αλλοτριώσει.



Εδώ είναι που αρχίζει το θέμα να αποκτάει ενδιαφέρον και ίσως κάπου εδώ να είναι και το σημείο συνάντησης με τις απόψεις που εκφράσαμε χθες από αυτή τη στήλη, ότι δηλαδή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ένα  πολιτικό σύστημα  ως υγιές  όταν αφήνει ακάλυπτο το 40% του εκλογικού σώματος. Ουσιαστικά, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι είναι καταχρηστικός ο όρος «αντιπροσωπευτική δημοκρατία»  όταν μένει εκτός αντιπροσώπευσης, το μεγαλύτερο, το νεώτερο και ίσως το πιο δυναμικό κομμάτι του πληθυσμού. Τι είδους δημοκρατία είναι αυτή; Σαφώς πρόκειται για ένα ολιγαρχικό σύστημα που καταπατά κάθε έννοια ελευθερίας έκφρασης και το μόνο που το ενδιαφέρει δεν είναι να «εκφράσει» αλλά να υποκλέψει την ψήφο, την εξουσιοδότηση ουσιαστικά να κυβερνήσει εν λευκώ.



Γίνεται νομίζουμε ξεκάθαρο ότι ένα σύστημα με αυτά τα χαρακτηριστικά δεν μπορεί να πείσει, να διεγείρει και να  οδηγήσει τους πολίτες σε μια αναγεννητική πορεία της κοινωνίας. Οπότε εδώ προκύπτει το ζήτημα κατά πόσο η αποχή μπορεί να είναι μια στάση, που να εμπεριέχει κάτι περισσότερο από την καταδίκη της υφιστάμενης κατάστασης, αν δηλαδή μπορεί να γίνει ο πυροδοτικός μηχανισμός για να σκάσει η βόμβα που θα αφυπνίσει συνειδήσεις και θα δρομολογήσει πολιτικές εξελίξεις; Ζητείται απάντηση!!!



Θεόδωρος Α. Σπανέλης