Από τον τρίτο αιώνα μ.χ. είχε αρχίσει να φαίνεται η κόπωση και το επερχόμενο τέλος του αρχαίου κόσμου. Όταν ο Φλάβιος Βαλέριος Κωνσταντίνος πέρασε τις Άλπεις οδεύοντας προς τη Ρώμη δεν
ήταν σε θέσει να γνωρίζει ότι η μάχη που θα έδινε στην Μιλβία γέφυρα, το 312 μ.χ., ενάντια στον Μαξέντιο θα έκρινε το μέλλον του κόσμου. Εκείνο όμως που γνώριζε πολύ καλά ήταν, η υπολογίσιμη δύναμη των Χριστιανών την οποία έπρεπε να έχει μαζί του, για να ελπίζει σε νίκη. Πέρα από τους ελιγμούς στο πεδίο της μάχης, η στρατηγική του σκέψη κρίθηκε πρώτα και κύρια στην απόφαση να δώσει στους Χριστιανούς να καταλάβουν ότι αν πολεμήσουν μαζί του και κερδίσουν θα ανταμειφτούν με την ελευθερία να λατρεύουν την Θεό τους. Αυτό δημιούργησε τέτοιο ενθουσιασμό και υψηλό φρόνιμα, το οποίο έφτασε στο ψηλότερο σημείο όταν δόθηκε και το σημάδι από το Θεό. Το σύμβολο με τα δύο γράμματα Χ & Ρ και η φράση που το συνόδευε «Εν τούτω Νίκα, τα οποία έγιναν το λάβαρο της νικηφόρας μάχης… Εκείνη τη στιγμή ο Κωνσταντίνος έδινε τη μάχη της εξουσίας, ίσως να μην είχε και το χρόνο να κάνει αναγωγές, έτσι ώστε να καταλάβει ότι με τον νικηφόρο αγώνα του έκλεινε την πόρτα στον αρχαίο κόσμο και ανοιγόταν πλέον η Οικουμένη στους Νέους Χρόνους και ότι ο ίδιος πέρα από το τίτλο του αυτοκράτορα θα κέρδιζε από τους Χριστιανούς τον τίτλο του Ισαπόστολου και η Ιστορία θα τον αντάμειβε με τον προσωνύμιο Μέγας, ενώ η πόλη που θα ίδρυε θα γινόταν η Βασιλεύουσα σε όλους τους αιώνες…
Πέρα από την θεολογική διάσταση της εν λόγω ιστορίας, υπάρχει και μια ακόμη προσέγγιση, αυτή της στρατηγικής, παράλληλα είναι ένα δίδαγμα ότι για να κερδηθεί μια μάχη, η οποία εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνεται και χαμένη, είναι απαραίτητο να υπάρχει ένα σκοπός, κατανοητός απ’ όλους, ακόμη και από τον τελευταίο στρατιώτη…
Διαβάζουμε στον διεθνή Τύπο σωρεία ρεπορτάζ για την οικονομική πορεία της Ελλάδας, δίνοντας μας την αίσθηση ότι η Οικουμένη έχει στραμμένο βλέμμα της εδώ, γιατί από την έκβαση της μάχης θα κριθούν πολλά μετέπειτα. Και έτσι είναι, αυτή τη στιγμή η μάχη στην Ελλάδα δεν είναι, αν θα περάσουν τα μνημόνια ή όχι, ή αν θα γλυτώσει η χώρα το πιστωτικό γεγονός, αλλά για το ποια μορφή θα έχει η οικονομία από εδώ και πέρα. Θα είναι μια οικονομία των τραπεζών και των επενδυτικών ομίλων, αυτή που μας οδήγησε σε αυτό το τραγικό σημείο ή θα είναι μια οικονομία που θα υπηρετεί και θα προάγει την ανθρώπινη ύπαρξη;
Επί της ουσίας αυτό είναι το διακύβευμα. Ωστόσο η κυβέρνηση επέλεξε να δώσει αυτή τη μάχη, αφενός υιοθετώντας μια πρακτική που δεν αποτελεί αλλαγή πορείας στον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας και αφετέρου δεν έκανε τον κόπο να πείσει για την αναγκαιότητά της ούτε αυτούς που θα κληθούν να την εφαρμόσουν, δηλαδή του πολίτες. Γι’ αυτό και σήμερα βρίσκεται απομονωμένη, χωρίς τους φυσικούς της συμμάχους, με συνέπεια να εμφανίζεται ως εντολοδόχος ότι των πολιτών αλλά των δανειστών.