Όταν εμφανίστηκε το σχέδιο Ανάν στο προσκήνιο, ως η μοναδική
λύση στο κυπριακό πρόβλημα, όλοι, μα όλοι, πολιτικοί σχεδόν απ’ όλο το πολιτικό
φάσμα καθώς και τα αθηναϊκά ΜΜΕ, έπεσαν πάνω μας – και ιδιαίτερα στους Κύπριους
– για να μας πείσουν ότι ούτε λίγο, ούτε πολύ, θα ήταν η λύτρωση. Τότε μέσα στο
γενικό και καθολικό παραλήρημα δημιουργίας κλίματος αποδοχής του σχεδίου
βρέθηκε ένας άνθρωπος, νομικός στο επάγγελμα, ο οποίος έτυχε να είναι και
πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτός ο πολιτικός ηγέτης κλήθηκε λοιπόν να
εκφράσει την άποψή
του και πριν μιλήσει, έκανε το αυτονόητο, κάθισε και διάβασε
το προτεινόμενο σχέδιο και με βάσει τις νομικές του γνώσεις και την γνώση του
ποιο ήταν το συμφέρον των πολιτών που εκπροσωπούσε κατέληξε σε ένα συμπέρασμα
που το διατύπωσε με μια φράση: «Δεν μπορούμε να υπογράψουμε αυτό το σχέδιο,
γιατί, κληρονομήσαμε ένα ανεξάρτητο κυπριακό κράτος και με την υπογραφή μας θα
παραδώσουμε στους επόμενους μια κοινότητα»!!! Μέσα σε δύο κουβέντες διατύπωσε
το συμπέρασμα μια μακράς μελέτης ενός δύσκολου νομικού κειμένου.
Φυσικά με το όχι του Τάσσου Παπαδόπουλου, δεν ήρθε το τέλος
της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν έχασε τίποτα ο κυπριακός ελληνισμός, απεναντίας
κέρδισε χρόνο, ανασυντάχθηκε και σήμερα έχοντας στα χέρια του τα όπλα που του
προσφέρει η ΑΟΖ γονατίζει τον γίγαντα που λέγεται Τουρκία. Εξάλλου μας το
διδάσκει και η Ιστορία, ότι κάθε φορά που έχουμε σύγκρουση Γολιάθ και Δαβίδ,
κερδίζει ο δεύτερος αρκεί να υπολογίζει στην δύναμη του μυαλού και της θέλησης.
Με άλλα λόγια να διαλέγει το γήπεδο που θα παίξει.
Κάτι παρόμοιο με το σχέδιο Ανάν, διαδραματίστηκε και στην
Ελλάδα, με το πρώτο Μνημόνιο και όλα τα υπόλοιπα που επακολούθησαν. Κυνικά μέλη
της κυβέρνησης ομολόγησαν δημόσια ότι δεν το διάβασαν, μεταξύ αυτών και η
αρμόδια υπουργός Λούκα Κατσέλη. Το γεγονός ότι δεν το διάβασαν και παρ΄ όλα
αυτά υπέγραψαν σημαίνει κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, ότι υπέκυψαν στην
«νομοτέλεια» του δρόμου του μνημονίου, χωρίς καμία αντίσταση. Με τόσες
περγαμηνές και τόσο καλό βιογραφικό δεν νομίζουμε ότι θα μπορούσε κανείς να
τους χαρακτηρίσει ηλίθιους, απεναντίας, άρα το ζητούμενο είναι γιατί τι έκαναν;
Δεν θέλουμε να υιοθετήσουμε τις θεωρίες συνομωσίας σύμφωνα
με τις οποίες κάποια σκοτεινά κέντρα έστησαν όλη την μεθόδευση, απλά θεωρούμε
ότι κάποιους τους βόλευε αυτή η εξέλιξη, η πολιτική ηγεσία του τόπου το γνώριζε
και δεν είχε καμία διάθεση να σταθεί εμπόδιο. Βλέποντας τους Γιώργο Παπανδρέου
και Γιώργο Παπακωνσταντίνου να αποδομούν καθημερινά και αδιαλείπτως την εικόνα
της χώρας, όλοι οι υπόλοιποι είχαν δύο επιλογές, ή να υποκύψουν δια της σιωπής
ή να παραιτηθούν και να φύγουν. Τότε δεν το έκανε κανείς, το έκαναν όταν είχε
«δέσει το γλυκό».
Συμπεριφέρθηκαν με αυτό τον τρόπο γιατί διέπονται από την
ψυχολογία της ήττας, είναι ηγέτες που μετράνε ήττες από τα αποδυτήρια, πριν καν
μπουν στο γήπεδο. Η μεγάλη μάχη του μνημονίου χάθηκε, είμαστε ηττημένοι, θα
έρθουν και άλλες οπότε το θέμα είναι αν θα συνεχίσουμε να έχουμε τους ίδιους
ηγέτες. Ζούμε ημέρες κομματογεννήσεων, καθώς όλοι θέλουν να πιάσουν στασίδι στη
μετεκλογική φάση. Θα τους το επιτρέψουμε; Πώς μπορούμε να πορευθούμε στα
δύσκολα χρόνια που έρχονται με ηγέτες αιχμάλωτους της ψυχολογίας της ήττας;