Από το mea culpa (= δικό μου λάθος) του Ανδρέα Παπανδρέου στη Βουλή το 1988, δήλωση που τότε θεωρήθηκε ως η πιο γενναιόφρων επίδειξη αυτοκριτικής Έλληνα πολιτικού της μεταπολίτευσης (μόλο που δεν τόλμησε να τη διατυπώσει στην ελληνική γλώσσα!), μέχρι σήμερα κύλησε πολύ νερό στον μύλο της πολιτικής μας ζωής. Ακούγεται και σήμερα, αλλά όχι όμως ως ειλικρινής αυτοκριτική αλλά προπάντων ως ευφυής υπεκφυγή, ως εφεδρικός επικοινωνιακός ελιγμός, για να προβάλλει ο πολιτικός μέσα από τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ ένα προσωπείο αμεροληψίας και αντικειμενικότητας. «Θα ‘ταν υπερβολή αν ισχυριζόμασταν ότι δεν κάναμε λάθη», «Κάναμε λάθη και έχουμε τη γενναιότητα να τ’ αναγνωρίζουμε», σταχυολογώ από τις κατά καιρούς δηλώσεις πολιτικών ανδρών, από όλο το φάσμα των κομμάτων.
Πάντα όμως η αναγνώριση του λάθους ή των λαθών είναι γενικόλογη και αόριστη. Ακούγεται περισσότερο ως υπεκφυγή για να μην τρωθεί το κύρος του πολιτικού ή της παράταξής του και λιγότερο ως γνήσια αναγνώριση του προφανούς λάθους. Πού συγκεκριμένα έγινε το λάθος; Πού επιδείχτηκε ανοχή ή και συνενοχή στη συναλλαγή ή στη ρεμούλα, παραβίαση της νομιμότητας, ρουσφετολογικές διευθετήσεις κτλ; Σ’ αυτές τις περιπτώσεις –καθόλου σπάνιες – οι δημόσιοι άνδρες μας εμφανιζόμενοι στα τηλεοπτικά κανάλια επιδίδονται σε παντομίμες ευθιξίας, έτοιμοι να εξαντλήσουν όλες οι επικοινωνιακές τεχνικές, ώστε να κερδηθούν οι εντυπώσεις… Γι΄ αυτό ακριβώς και ως κοινωνία βολοδέρνουμε μεταξύ σύγχυσης, αμηχανίας και επαπειλούμενης εκπτώχευσης.
Κι αν όλα αυτά εκτυλίσσονται στο κεντρικό πολιτικό τοπίο, δεν υστερεί ο δημόσιος βίος στην υπόλοιπη επικράτεια σε ανάλογη νοοτροπία και πρακτική. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της διαχείρισης του αρχείων και της Βιβλιοθήκης του Μουσείου Καπνού, που έχουν πέσει θύματα ανεπαρκειών και σκοπιμοτήτων, με αποτέλεσμα το ένα λάθος να διαδέχεται το άλλο.
Ένα αξιοθρήνητο σίριαλ λαθών
Ουδείς πλην του Προέδρου του Μουσείου Καπνού Γιάννη Βύζικα συνειδητοποίησε τη μοναδικότητα και σπανιότητα των αρχείων και της βιβλιοθήκης του Μουσείου Καπνού, στο οποίο αποτυπώνεται η ιστορική διαδρομή της περιοχής μας στην εποχή της ακμής του καπνού, στη σημαντικότερη περίοδο της ιστορίας της πόλης μας. Το υλικό αφέθηκε κλεισμένο σε αποθήκες, αταξινόμητο, απρόσιτο και παντελώς άγνωστο σε όλους πλην του προέδρου κ. Βύζικα. Πλήρη άγνοια και μακάρια αδιαφορία στην πράξη επέδειξαν και οι δήμαρχοι, οι οποίοι έχουν τον έλεγχο και την ευθύνη για τη λειτουργία του Μουσείου Καπνού και των αρχείων του.
Το δεύτερο λάθος έγκειται στο γεγονός ότι δεν ευαισθητοποιήθηκαν ούτε ο κ. Βύζικας ούτε το διοικητικό συμβούλιο του Μουσείου ούτε και ο κ. δήμαρχος όταν από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης ζητήθηκε να ανοιχτούν τα αρχεία και η βιβλιοθήκη, για την εκπόνηση σχετικών ερευνητικών εργασιών. Οι πόρτες παρέμειναν κλειστές με το αιτιολογικό ότι τα αρχεία είναι αταξινόμητα. Ουδεμία όμως απάντηση δόθηκε, όταν από το Αριστοτέλειο προσφέρθηκε βοήθεια από φοιτητές και ειδικούς για την αρχειοθέτηση.
Τρίτο λάθος ήταν το γεγονός ότι αγνόησαν όλες τις αλλεπάλληλες γνωματεύσεις του Συνηγόρου του Πολίτη (πέντε συνολικά), ο οποίος γνωμοδοτούσε να δοθεί (σε ερευνήτρια από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο που εκπονεί τη διδακτορική της διατριβή) άμεση άδεια πρόσβασης στα αρχεία και στη βιβλιοθήκη. Το λάθος έγινε ακόμα πιο κραυγαλέο, όταν αγνοήθηκε παντελώς μια βαρυσήμαντη επιστολή διαμαρτυρίας που εστάλη στον δήμαρχο: στην επιστολή αυτή 84 (ναι 84!) πανεπιστημιακοί διαμαρτύρονταν για τη στάση των υπευθύνων να αποκλείουν στους ερευνητές την πρόσβαση στα αρχεία.
Η ανεξήγητη, πεισματική εμμονή του προέδρου του Μουσείου Καπνού (εμμονή που την επέβαλε και στο Διοικητικό Συμβούλιο του Μουσείο και στον δήμαρχο) να κρατηθούν τα αρχεία και η βιβλιοθήκη απρόσιτα όλα αυτά τα χρόνια μέχρι και σήμερα έπαψε πια να είναι ανεξήγητη: όλο αυτό το πολύτιμο υλικό ήταν απρόσιτο σε όλους εκτός από τον κ. Βύζικα, ο οποίος όχι μόνο φρόντιζε να το πλουτίζει με δωρεές Καβαλιωτών, αλλά και εντρυφούσε σ’ αυτό για αποκλειστικά προσωπική χρήση! Το γεγονός ότι το υλικό είναι δημόσιο, το γεγονός ότι το καταστατικό του Μουσείου ρητά προβλέπει, την προσέλκυση ερευνητών (άρθρο 2) και την ελεύθερη πρόσβαση στα αρχεία (άρθρο 12), δεν ευαισθητοποίησε κανέναν από τους υπεύθυνους του Μουσείου. Και ήλθε ο καταπέλτης να πλήξει την αφελή άγνοιά μας και να αφυπνίσει όλους αυτούς που δεν φορούν παραμορφωτικούς φακούς: Ήταν, πρόσφατα, η έκδοση τρίτομου έργου του κ. Βύζικα, το οποίο στηριζόταν αποκλειστικά στο δημόσιο αρχειακό υλικό του Μουσείου, που φύλασσε απρόσιτο στους άλλους αλλά… προσιτό στον ίδιο!!!
Προφανώς ο κ. Βύζικας έχοντας ιδιοκτησιακή αντίληψη γύρω από αυτό το υλικό –που αναγνωρίζουμε ότι μόχθησε για να συγκεντρώσει με δωρεές Καβαλιωτών– ήθελε να είναι ο πρώτος που το αξιοποιεί, ελεύθερος από…. ανταγωνιστές ερευνητές. Πρόκειται για ιδιοτελή αλλά και αφελή πρακτική του ρέκτη προέδρου του Μουσείου Καπνού, γιατί έτσι αυτοαποκαλύφθηκε και αυτοενοχοποιήθηκε. Εύλογα αντέδρασαν τέσσερις Πανεπιστημιακοί καθηγητές από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, που έστειλαν στον κ. Σιμιτσή επιστολή διαμαρτυρίας για την παράτυπη , αντιδεοντολογική πρακτική του κ. Βύζικα αλλά και την προνομιακή αντιμετώπιση που απολάμβανε από τον δήμαρχο.
Ο δήμαρχος τότε, αλλά και σύσσωμο το Δημοτικό Συμβούλιο διέπραξαν μια ακόμη αστοχία: Αντί να αφυπνισθούν, αντί να κατανοήσουν και να παραδεχτούν τα λάθη τους στη διαχείριση του θέματος, συσπειρώθηκαν στηλιτεύοντας τους πανεπιστημιακούς, που δήθεν επιτίθενται στο Μουσείο Καπνού και δυσφημούν την πόλη. Λάβροι οι τοπικοί μας άρχοντες, με προεξάρχοντα τον κ. Εριφυλλίδη όχι μόνο παρείχαν απόλυτη κάλυψη στον κ. Βύζικα, αλλά και αποφάσισαν να στείλουν απαντητική επιστολή διαμαρτυρίας στους Πανεπιστημιακούς. Αμ δε!!! Η επιστολή ήταν επικοινωνιακό πυροτέχνημα, επίδειξη ευαισθητοποίησης, για ένα θέμα (τα αρχεία) που ούτε τους ενδιέφερε ούτε τους ενδιαφέρει, κι ας είναι τα αρχεία αυτά ο σημαντικότερος πολιτισμικός θησαυρός της πόλης μας. Πειστική απόδειξη του υποκριτικού «ενδιαφέροντός» τους είναι το γεγονός ότι τέτοια επιστολή –τρεις βδομάδες μετά– ούτε έγραψαν ούτε έστειλαν.
Εξίσου αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι επιστημονικοί, πολιτιστικοί και εκπαιδευτικοί σύλλογοι της πόλης μας τηρούν σιγήν ιχθύος γύρω από αυτήν την διελκυστίνδα λαθών, κακοδιοίκησης και παρανομιών στην διαχείριση των αρχείων και της βιβλιοθήκης του Μουσείου Καπνού. Είναι ενδεικτικό ότι μέχρι σήμερα δεν διατυπώθηκε δημόσια καμιά συγκεκριμένη θέση και δεν λάβαμε καμιά συγκεκριμένη απάντηση από τον δήμαρχο ή από άλλο δημόσιο φορέα επί της ουσίας γύρω από το παρελθόν και το παρόν όλου αυτού του πολύτιμου υλικού.
Προφανώς θεωρούν ότι «όλα καλώς καμωμένα»… Ίσως η πολιτική τους ανεπάρκεια και καθυστέρηση τούς κρατά ακόμη στην προ «mea culpa» αυτοκριτική του 1988…