Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ποιό ζώο μας μοιάζει;


Μήνες, χρόνια τώρα, μιλάμε για την οικονομία, μιλάμε για ισοζύγια, για ελλείμματα, για φόρους και έκτακτες εισφορές, αλλά δεν μιλάμε για το τι μπορεί να παράγει αυτός ο τόπος. Όχι με την στενή έννοια, το πόσο είναι η γεωργική παραγωγή, πόση η βιομηχανική παραγωγή, σε τι ύψος βρίσκονται οι εξαγωγές και όλα τα σχετικά. Όχι με αυτή την έννοια λοιπόν, αλλά με την έννοια του τι διαφορετικό κομίζει η χώρα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Για παράδειγμα όλοι έχουν ταυτίσει στο μυαλό μας την
Γερμανία με την αυτοκινητοβιομηχανία, την Γαλλία, με τα κρασιά, την μόδα και τα αρώματα, την Ελβετία με τα τυριά και τις τράπεζες, την Κίνα με τα προϊόντα μαζικής κατανάλωσης, τις ΗΠΑ με την υψηλή τεχνολογία κ.λ.π.

Την Ελλάδα με τί μπορεί να την ταυτίσει κανείς στο μυαλό του; Με τον τουρισμό; Ίσως. Με την μεσογειακή διατροφή; Ενδεχομένως. Με το αρχαίο λαμπρό παρελθόν; Πολύ πιθανό, μόνο που πολλές φορές αυτό που «πουλάμε» είναι ένα φθηνό φολκλόρ. Να μιλήσουμε ίσως για ένα στοχαστικό, βαθιά ανθρώπινο και οικουμενικό φιλοσοφικό και πολιτικό μήνυμα που μας έρχεται από τις ημέρες δόξης της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας; Μα είναι τόσο πολύ συκοφαντημένη και απαξιωμένη αυτή περίοδο που μόνο ως αναχρονισμό μπορεί κανείς να εκλάβει οποιαδήποτε αναφορά στο σήμερα… Τότε τί είναι αυτό που παράγουμε και το έχει ανάγκη ο κόσμος;

Για την περίοδο των τελευταίων διακοσίων χρόνων – σε λιγότερο από μια δεκαετία θα κλείσουμε 200 χρόνια «ελεύθερης ζωής» - δεν είναι εύκολο να μιλήσουμε για παραγωγή που να προσθέτει ιδιαιτερότητα και ετερότητα. Απλά κάποιες εκλάμψεις υπάρχουν απ’ όσους άντλησαν από το βαθύ και αστείρευτο πηγάδι της παράδοσης και μπόρεσαν να το προσφέρουν ως ένα συγκαιρινό προϊόν. Οι υπόλοιποι απλά καταναλώσαμε, είτε τα μπακίρια της γιαγιάς που τα δώσαμε για να πάρουμε αλουμινένιες κατσαρόλες  ή απλά ως καταναλωτές εισαγόμενων προϊόντων που τα αγοράσαμε είτε με δανεικά, είτε με ευρωπαϊκές επιδοτήσεις που όπως φάνηκε και αυτά δανεικά ήταν.

Κι όμως – παρά τα περί του αντιθέτως διαδιδόμενα -  ο Έλληνας είναι φιλότιμος, εργατικός, αντέχει αγόγγυστα και τους πολέμους με τις κακουχίες του και την φτώχεια με την δυστυχία της, αντέξαμε ακόμη μια διαρκεί προσφυγιά που ξεκίνησε στις αρχές του 20ο αιώνα, κορυφώθηκε το 1922 και έκλεισε – ελπίζουμε – σαν κύκλος με το κύμα προσφύγων από την τέως Σοβιετική Ένωση στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Αντέξαμε, υποφέραμε, αντισταθήκαμε αλλά… μέχρι εκεί, το επόμενο βήμα δεν μπορέσαμε να το κάνουμε.

Πολλές φορές στα παραμύθια τα ζώα αποκτούν ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Θα μπορούσε κάποιος να το κάνει με τους λαούς! Σε αυτή την περίπτωση ποιό ζώο θα ταίριαζε στον Νεοέλληνα; Η συνέχεια και η (δική μας) απάντηση στο αυριανό φύλλο.

Θεόδωρος Α. Σπανέλης