Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Ποιό ζώο μας μοιάζει; (3ο και τελευταίο)


Πιστεύουμε ότι έχει γίνει κατανοητό ότι ο παραλληλισμός των χαρακτηριστικών του Νεοέλληνα με τα αντίστοιχα του μουλαριού, έγινε για να καταδειχθεί ότι από τη μίξη της ρωμέϊκης παράδοσης της Ανατολής με τον νεωτερικό άνθρωπο της Δύσης δεν προέκυψε ένας νέος τύπος ανθρώπου που να μπορεί να αποτελέσει ένα σύγχρονο πρότυπο το οποίο διαρκώς θα βελτιώνεται μέσα από την
εξελικτική πορεία. Απεναντίας ροέκυψε ένα είδος ανθρώπου με αρκετά θετικά στοιχεία αλλά και με πολλά αρνητικά, με κορυφαίο την αδυναμία βελτίωσης του είδους, εξ και ο παραλληλισμός με το μουλάρι. Είναι κατανοητό ότι αναφερόμαστε καθαρά σε «πνευματική συνουσία» με σκοπό την διαμόρφωση ενός νέο τύπου πνευματικού ανθρώπου ως ένα πείραμα ένταξης του έθνους στην εποχή της νεωτερικότητας.

Ο Νεοέλληνας προέκυψε ως ένα υδρίδιο που ήταν προϊόν μιας τεχνητής γονιμοποίησης και όχι ως αποτέλεσμα μιας εξελικτικής πορείας του Ρωμιού. Αυτό συνέβη γιατί ακόμη και αν δεχθούμε ότι και οι δύο τύποι ανθρώπων έχουν ως κοινή πνευματική κοιτίδα την αρχαία Ελλάδα, η πορεία που ακολούθησε ο καθένας μέσα στο χρόνο ήταν τόσο διαφορετική που το τι κράτησε ο καθένας από τους «παππούδες» του δεν είναι κατ΄ ανάγκη το ίδιο.
Με λίγα λόγια καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το μοντέλο του Νεοέλληνα δεν μπόρεσε να αναδειχθεί ως ένας τύπος παραγωγικού ανθρώπου που μπορεί να αποτελέσει παράγοντα της σύγχρονης εποχής γι’ αυτό και τα τόσα φαινόμενα παθογένειας. Αυτό που ζούμε τώρα είναι το αποτέλεσμα ενός πειράματος, διάρκειας διακοσίων χρόνων, κατά τα οποία ο Ρωμιός μπήκε από τους «διανοούμενους» στην προκρούστεια κλίνη, όπου  από κάπου τον τράβηξαν, από κάπου τον κόντυναν με σκοπό να έρθει πιο κοντά στο μοντέλο που είχαν στο μυαλό τους οι εμπνευστές αυτού του σχεδίου…

Ο κόπος αποδείχθηκε μάταιος. Γι’ αυτό και είναι πλέον σαφές σε όλες τις εμφάσεις της ζωής ότι το μοντέλο αυτό δεν έχει άλλα περιθώρια επιβίωσης. Χρειαζόμαστε κάτι άλλο, το οποίο δεν μπορούμε να το βρούμε αν δεν υπάρξει μια εγχώρια διανόηση και όχι πλασιέ αντιγραφείς ξένων μοντέλων, που να στοχαστούν επάνω στην παράδοση – ότι έχει μείνει – την Παιδεία – επίσης ότι έχει απομείνει -, την Πίστη και  τις ανθρώπινες σχέσεις έτσι όπως συγκροτούσαν την κοινωνία και την οικογένεια, την σκέψη και τον στοχασμό για τις ανάγκες ενός ανθρώπου ικανού να βγει από την κρίση και όλο αυτό να δοθεί ως ένα νέο μοντέλο ζωής. Τα μουλάρια είναι καλά για συγκριμένες δουλειές, όπως είδαμε και από την σχετική βιβλιογραφία, αν θέλουμε να μείνουμε σε αυτό το σημείο, ας είναι τουλάχιστον επιλογή μας. Το παρήγορο είναι ότι έστω και δειλά κάποιοι Λόγιοι – από τους ελάχιστους που έχουν μείνει – ήδη διατυπώνουν και δημόσια προβληματισμούς προς αυτή την κατεύθυνση.

Θεόδωρος Α. Σπανέλης